ἀσταφίς: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(1b) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀστᾰφίς:''' ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat. | |elrutext='''ἀστᾰφίς:''' ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">dried grapes, raisins</b> (Hdt.); <b class="b3">σταφὶς ἀγρία</b> <b class="b2">stavesacre, Delphinium Staphisagria</b> (Hp.), s. André, Lex. s.v. <b class="b2">pedicularia herba</b>.<br />Other forms: Also <b class="b3">ὀσταφίς</b> (Cratin.), <b class="b3">σταφίς</b> (Hp.)<br />Derivatives: <b class="b3">σταφίδιος</b> and <b class="b3">σταφιδίτης</b> (<b class="b3">οἶνος</b>; Hp. resp. Orib.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">κεδρίς</b>, <b class="b3">κεφαλίς</b> and other parts or products of plants. The stem recalls <b class="b3">σταφυλή</b> [[grapes]]. A typical substr. word, with prothesis and variation <b class="b3">α</b>\/<b class="b3">ο</b> (though the form without initial vowel may be a late loss). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,
A dried grapes, raisins, IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), Hdt.2.40, Alex.127.4, etc.: pl., ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει] Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA595b10; ἀσταφίδος οἶνος raisin-wine, Pl.Lg.845b: ὀστᾰφίς, v.l. ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; στᾰφίς, Hp.Acut.64, Theoc.27.9, etc. II = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.HN23.17. (ἀσταφίς is prob. by assimilation from ὀσταφίς; cf. ἀστακός.)
German (Pape)
[Seite 374] ίδος, ἡ, = σταφίς, mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· χρήσιμος πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 1· ἀσταφίδος οἶνος, ὁ ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται προσέτι καὶ ὀσταφίς, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· ὡσαύτως καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ῥιζικὸς τύπος· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. ἀστακός, ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σταφίς.
Étymologie: ἀ- prosth., σταφίς.
Spanish (DGE)
(ἀστᾰφίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): ὀσταφίς Cratin.131, Nicopho 12; σταφίς Hp.Acut.64, Morb.2.32, Nat.Mul.95, Theoc.27.10, Nic.Th.943, PCair.Zen.13.16 (III a.C.), ID 464.5 (II a.C.), LXX Nu.6.3, Dsc.4.152, AP 5.304, Moer.32, PIFAO 3.14.5 (III d.C.), Sch.D.T.336.8, Hsch.s.u. ἀσταφίς, PVatic.Aphrod.13.7 (VI d.C.)
• Morfología: [ac. sg. σταφίν PIFAO l.c.]
1 sg. colect. pasas, IG 5(1).1.13 (Tegea V a.C.), Hdt.2.40, Com.Adesp.1342, Aen.Tact.29.6, Thphr.HP 9.12.1, PCair.Zen.l.c., ID l.c., AP l.c., LXX Nu.l.c., PIFAO l.c., Moer.l.c., Hsch., PVatic.Aphrod.l.c.
•ἀσταφίδος οἶνος Pl.Lg.845b, οἶνος ἐκ τῆς ἀσταφίδος Plb.6.11a.4, οἶνος ἀπὸ ἀσταφίδος PRyl.583.74 (II a.C.)
•usadas como medicina en infusión, Hp.Acut.64, Nat.Mul.102, Dieuch.18.9
•empleada la pulpa de la pasa en uso tópico ἀ. μελαίνη Hp.Nat.Mul.51, Mul.1.42, σταφίς λευκή Hp.Morb.2.32
•como componente de fórmulas farmacológicas ἀ. λευκή Hp.Morb.3.17
•en plu. ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα Cratin.l.c., ἡ Ῥόδος παρέχει ἀσταφίδας Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA 595b10.
2 ἀ. ἀγρία albarraz, Delphinium staphisagria L., Hp.Nat.Mul.95, Dsc.4.152, Ps.Dsc.4.152, Gal.11.842, PYale 77.26 (II d.C.), astaphis agria siue staphis Plin.HN 23.17, Cels.3.21.7, tb. σταφὶς ἀγρότερα Nic.Th.943.
• Etimología: Etim. desc. Quizá rel. σταφυλή y vocal protética.
Greek Monolingual
ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α)
1. η σταφίδα
2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.-Αττ.) είναι πιθ. ο αρχαιότερος. Το θέμα των τ. θυμίζει αυτό της λ. σταφυλή «τσαμπί», ενώ η κατάλ. συνδέεται με άλλους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε μέρη φυτών ή φυτικά προϊόντα, πρβλ. κεδρίς, κεφαλίς. Το α- του τ. ασταφίς ή είναι προθεματικό ή προϊόν φωνηεντικής μετάπτωσης, ο δε τ. σταφίς πιθ. < ασταφίς, με σίγηση του α-].
Greek Monotonic
ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ (α ευφωνικό, σταφίς), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. uva passa, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστᾰφίς: ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: dried grapes, raisins (Hdt.); σταφὶς ἀγρία stavesacre, Delphinium Staphisagria (Hp.), s. André, Lex. s.v. pedicularia herba.
Other forms: Also ὀσταφίς (Cratin.), σταφίς (Hp.)
Derivatives: σταφίδιος and σταφιδίτης (οἶνος; Hp. resp. Orib.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like κεδρίς, κεφαλίς and other parts or products of plants. The stem recalls σταφυλή grapes. A typical substr. word, with prothesis and variation α\/ο (though the form without initial vowel may be a late loss).