κωπώ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(22)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κωπώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />στολισμένη [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, -<i>ούς</i>, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοσμ</i>-<i>ώ</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[κήπος]] δεν φαίνεται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />κωπῶ, -έω και -άω (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> [[εξοπλίζω]] [[σκάφος]] με [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με λαβές<br /><b>3.</b> [[βάζω]] το [[χέρι]] στο [[ξίφος]], [[σύρω]] το [[ξίφος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κωπώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />στολισμένη [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, -<i>ούς</i>, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοσμ</i>-<i>ώ</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[κήπος]] δεν φαίνεται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />κωπῶ, -έω και -άω (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> [[εξοπλίζω]] [[σκάφος]] με [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με λαβές<br /><b>3.</b> [[βάζω]] το [[χέρι]] στο [[ξίφος]], [[σύρω]] το [[ξίφος]].
}}
{{etym
|etymtx=-οῦς<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">wreathed staff used in the Daphnephoria</b> (Boeot.; Procl.); also as PN.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Personification in <b class="b3">-ώ</b> (Schwyzer 478) of <b class="b3">κώπη</b>. Not with Schönberger Glotta 29, 87ff. and Pisani Ist. Lomb. 77, 558ff. to <b class="b3">κῆπος</b>.
}}
}}

Revision as of 02:49, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπώ Medium diacritics: κωπώ Low diacritics: κωπώ Capitals: ΚΩΠΩ
Transliteration A: kōpṓ Transliteration B: kōpō Transliteration C: kopo Beta Code: kwpw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ,

   A wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.

Greek (Liddell-Scott)

κωπώ: -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη ῥάβδος κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25.

Greek Monolingual

(I)
κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)
στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση της λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].———————— (II)
κωπῶ, -έω και -άω (Α) κώπη
1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά
2. εφοδιάζω με λαβές
3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.

Frisk Etymological English

-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: wreathed staff used in the Daphnephoria (Boeot.; Procl.); also as PN.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Personification in (Schwyzer 478) of κώπη. Not with Schönberger Glotta 29, 87ff. and Pisani Ist. Lomb. 77, 558ff. to κῆπος.