νάρκισσος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νάρκισσος:''' ὁ, Theocr., Anth. ἡ бот. нарцисс HH, Soph., Theocr., Plut. | |elrutext='''νάρκισσος:''' ὁ, Theocr., Anth. ἡ бот. нарцисс HH, Soph., Theocr., Plut. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m. (f.)<br />Meaning: [[narcissus]] (h. Cer.).<br />Derivatives: <b class="b3">ναρκίσσινος</b> <b class="b2">made from narcissus, nacissus-coloured</b> (Hp., Dsc., pap.), <b class="b3">-ίτης</b> name of a stone (D. P., Plin.; because of the colour or the smell?; cf. Redard 58).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Connection with <b class="b3">νάρκη</b> has been considered because of the appeasing effect of the plant (Picard Mél. Navarre 328 n. 7; thus already Plu. 2, 647 b), either with the foreign <b class="b3">σσο-</b>suffix (after <b class="b3">κυπάρισσος</b>?) or through folketymological adaptation of a foreign word. But the suffix points to a Pre-Greek word; cf. Hester Lingua 13(1965,361, with Heubeck Vox Romanica 19(1960)151f. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, rarely ἡ, Theoc.1.133:—
A narcissus, of various species, h.Cer.8,428, S.OC683 (lyr.), Mosch.2.65; pheasant's eye, Narcissus poeticus, Thphr.HP6.8.1, Dsc.4.158; autumn narcissus, N. serotinus, Thphr.HP6.6.9; Narcissus Tazetta, polyanthus narcissus, Dsc.l.c. (this prob. in S. l.c.). (Connected with νάρκη, because of its narcotic properties, acc. to Plu.2.647b.)
German (Pape)
[Seite 229] ὁ, auch ἡ, Theocr. 1, 132 u. Ep. ad. 705 (App. 120), die Blume Narkissos, von der es mehrere Arten gab; H. h. Cer. 8. 428; καλλίβοτρυς, Soph. O. C. 689; Folgde, wahrscheinlich von ναρκάω, wegen ihres betäubenden Geruchs; vgl. Plut. Symp. 3, 1, 3 ὡς ἀμβλύνων τὰ νεῦρα καὶ βαρύτητας ἐμποιῶν ναρκώδεις.
Greek (Liddell-Scott)
νάρκισσος: ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον ἄνθος, narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον αὐτοῦ πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς νάρκισσος, ὁ λευκός, κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ νάρκη, ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν αὐτοῦ ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
narcisse, fleur.
Étymologie: DELG pê emprunt, pê νάρκη.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νάρκισσος, ό Α σπαν. και νάρκισσος, ἡ)
1. βοτ. γένος ποωδών πολυετών και διακοσμητικών φυτών της οικογένειας τών αμαρυλλιδών, του οποίου ορισμένα είδη είναι γνωστότερα στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες ζαμπάκι, μανουσάκι, βούτσινο, γκρίζο, ίτσο
2. ως κύρ. όν. Νάρκισσος
μυθολ.
όνομα μυθικού ωραίου νέου που περιφρονούσε τον έρωτα, όταν ὅμως είδε το πρόσωπό του στο νερό μιας πηγής ερωτεύθηκε τον εαυτό του και, απελπισμένος από το πάθος του, αυτοκτόνησε
2. ωραιότατος και, κατ' επέκτ., εγωλάτρης, εγωκεντρικός, εγωπαθής νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ισσος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η αρχαία σύνδεση του με το νάρκη οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία, λόγω της κατευναστικής φαρμακευτικής ιδιότητας του φυτού].
Greek Monotonic
νάρκισσος: ὁ, σπανίως ἡ, το φυτό νάρκισσος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ. (από το ναρκάω, εξαιτίας των ναρκωτικών ιδιοτήτων του).
Russian (Dvoretsky)
νάρκισσος: ὁ, Theocr., Anth. ἡ бот. нарцисс HH, Soph., Theocr., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: narcissus (h. Cer.).
Derivatives: ναρκίσσινος made from narcissus, nacissus-coloured (Hp., Dsc., pap.), -ίτης name of a stone (D. P., Plin.; because of the colour or the smell?; cf. Redard 58).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connection with νάρκη has been considered because of the appeasing effect of the plant (Picard Mél. Navarre 328 n. 7; thus already Plu. 2, 647 b), either with the foreign σσο-suffix (after κυπάρισσος?) or through folketymological adaptation of a foreign word. But the suffix points to a Pre-Greek word; cf. Hester Lingua 13(1965,361, with Heubeck Vox Romanica 19(1960)151f.