οἴνη: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(3b)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἴνη:''' дор. [[οἴνα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> виноградная лоза Hes.;<br /><b class="num">2)</b> вино Anth.
|elrutext='''οἴνη:''' дор. [[οἴνα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> виноградная лоза Hes.;<br /><b class="num">2)</b> вино Anth.
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">-ή</b>?)<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">the ace on a die</b> (Achae., Zen.)<br />Other forms: <b class="b3">οἰνός</b> m. (Poll.)<br />Derivatives: <b class="b3">οἰνίζειν τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν</b>, <b class="b3">οἰνῶντα</b> (: <b class="b3">*οἰνάω</b>) <b class="b3">μονήρη</b> H.<br />Origin: IE [Indo-European] [286] <b class="b2">*h₁eino-</b> [[one]], [[alone]], or <b class="b2">*h₃eino-</b>.<br />Etymology: Old word for [[alone]], found in several languages as numeral: Lat. [[ūnus]] (OLat. [[oino]]), Celt., e.g. OIr. <b class="b2">óin</b>, Germ., e.g. Goth. [[ains]], NHG [[ein]], OPr. [[ains]], IE <b class="b2">*oino-s</b>. In Greek in this meaning the old form <b class="b3">εἷς</b> (s. v.) was retained. The changing accent-tradition <b class="b3">οἴνη</b> : <b class="b3">οἰνός</b> may be related to the substant. use; cf. Schwyzer 380. More forms w. lit. WP. 1, 101, Pok. 286, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. [[ūnus]], Vasmer s. <b class="b2">inói</b>. -- A parallel fomation is [[οἶος]]; s. v.
}}
}}

Revision as of 05:02, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνη Medium diacritics: οἴνη Low diacritics: οίνη Capitals: ΟΙΝΗ
Transliteration A: oínē Transliteration B: oinē Transliteration C: oini Beta Code: oi)/nh

English (LSJ)

(A) (v. οἶνος), ἡ, old name for

   A the vine, Hes.Op.572, Sc.292 ; Διονύσου οἴνα E.Ba.535, cf. Ph.229, Hyps.Fr.58.4 (all lyr.), Moschio Trag.6.12 ; βοτρυώδεος οἴνης Epigr.Gr.88.5 ; γάνος οἴνας IG3.779.6 ; ἀδευκέας οἴνας Orph.Fr.282 : once in Prose, Hecat.15J.    2 = οἶνος, wine, AP6.334 (Leon.), Nic.Th.622.
οἴνη (B), ἡ,

   A the ace on dice, Achae.56 : Ion. prov., ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι Zen.4.23 :—also οἶνος, ὁ, Poll.7.204 (οἰνός codd.) ; and οἰνίζειν· τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν, Hsch. (Cf. OLat. oinos = unus, Goth. ains, OE. án 'one'.)

Greek (Liddell-Scott)

οἴνη: (Α), (ἴδε οἶνος), ἡ, ἀρχαῖον ποιητ. ὄνομα τῆς ἀμπέλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570, Ἀσπ. Ἡρ. 292· ἀπαντῶν ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, Διονύσου οἴνα Εὐρ. Βάκχ. 535, Φοίν. 228 (ἀμφότερα λυρ. χωρία), πρβλ. Μοσχίωνα ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 242· βοτρυώδεος οἴνης Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 88. 5· οἴνας γάνος 853. 6. 2) = οἶνος, Ἀνθ. Π. 6. 334, Νικ. Θ. 622.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cep de vigne.
Étymologie: cf. οἶνος.

Greek Monolingual

(I)
οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)
1. η άμπελος («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.)
2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε -η].———————— (II)
οἴνη, ἡ (Α)
1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο άσσος («ἢ τρεῑς ἓξ ἢ τρεῑς οἶναι», ιων. παροιμ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἴνας
τοὺς κύβους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴνη ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίος), που διακρίνεται ως προς τη σημ. από τη ρίζα [i]sem του εἷς «ένας», αλλά, παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «ένας»: λατ. ūnus (< αρχ. λατ. oino-), αρχ. ιρλδ. oen, γοτθ. ains, γερμ. ein, αρχ. πρωσ. ains. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε ino- και σε παράγωγα (πρβλ. αρχ. σλαβ. inokŭ «μοναδικός»)].

Greek Monotonic

οἴνη: Δωρ. οἴνα, ἡ (οἶνος),·
1. αμπέλι, σε Ησίοδ., Ευρ.
2. οἶνος, κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἴνη: дор. οἴνα
1) виноградная лоза Hes.;
2) вино Anth.

Frisk Etymological English

(?)
Grammatical information: f.
Meaning: the ace on a die (Achae., Zen.)
Other forms: οἰνός m. (Poll.)
Derivatives: οἰνίζειν τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν, οἰνῶντα (: *οἰνάω) μονήρη H.
Origin: IE [Indo-European] [286] *h₁eino- one, alone, or *h₃eino-.
Etymology: Old word for alone, found in several languages as numeral: Lat. ūnus (OLat. oino), Celt., e.g. OIr. óin, Germ., e.g. Goth. ains, NHG ein, OPr. ains, IE *oino-s. In Greek in this meaning the old form εἷς (s. v.) was retained. The changing accent-tradition οἴνη : οἰνός may be related to the substant. use; cf. Schwyzer 380. More forms w. lit. WP. 1, 101, Pok. 286, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. ūnus, Vasmer s. inói. -- A parallel fomation is οἶος; s. v.