νήχω: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
(3b)
(2)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νήχω:''' (преимущ. med.) плыть, плавать (ἐπ᾽ [[ἄκρον]] [[ὕδωρ]] Hes.; ἐν [[χρῷ]] Plut.; χαροποῖς κύμασι Anth.): [[νηχέμεναι]] [[μεμαώς]] Hom. желая поплыть; πάντα τὰ νηχόμενα Anth. все плавающее, т. е. рыбы.
|elrutext='''νήχω:''' (преимущ. med.) плыть, плавать (ἐπ᾽ [[ἄκρον]] [[ὕδωρ]] Hes.; ἐν [[χρῷ]] Plut.; χαροποῖς κύμασι Anth.): [[νηχέμεναι]] [[μεμαώς]] Hom. желая поплыть; πάντα τὰ νηχόμενα Anth. все плавающее, т. е. рыбы.
}}
{{etym
|etymtx=νήχομαι<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[swim]]<br />See also: s. 1. <b class="b3">νέω</b>.
}}
}}

Revision as of 05:48, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήχω Medium diacritics: νήχω Low diacritics: νήχω Capitals: ΝΗΧΩ
Transliteration A: nḗchō Transliteration B: nēchō Transliteration C: nicho Beta Code: nh/xw

English (LSJ)

Dor. νάχω (προσ-, q.v.):—

   A swim, νηχέμεναι μεμαώς Od.5.375; νῆχε ib.399; νῆχον πάλιν 7.280; νῆχον ἐπ' ἄκρον ὕδωρ Hes.Sc. 317; νήχει Nic.Al.590:—mostly Med. νήχομαι, part. νηχόμενος Od. 7.276, 14.352, Hes.Sc.211; inf. νήχεσθαι Democr.172: poet. impf. νήχοντο Titanomach.4 (cj. for -οντες): fut. νήξομαι Od.5.364, Timo 32: aor. ἐνήξατο Lyc.76; part. νηξαμένη AP9.36 (Secund.): the Med. forms alone used in later Prose, Plb.3.84.9, 5.48.9, Plu.2.1063b, Luc.Dom.1, Ael.NA3.11, and in compds. (fut. νήξω f.l. in Ael.NA9.25).

German (Pape)

[Seite 255] = νέω, schwimmen; νηχέμεναι μεμαώς Od. 5, 375, öfter; Hes. Sc. 317. – Gew. im med.; νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, Od. 7, 276; χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος 14, 352, öfter, wie Hes. Sc. 211; auch in sp. Prosa oft, wie Luc. V. H. 1, 30; νήχομαί τι, D. Per. 141; – Paus. 10, 20, 4 u. a. Sp. auch wieder im act.; vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 4, 937.

Greek (Liddell-Scott)

νήχω: Δωρ. νάχω (πρβλ. προσ-)· μέλλ. νήξω Αἰλ. π. Ζ. 9. 25· -κολυμβῶ, νηχέμεναι μεμαὼς Ὀδ. Ε. 375· νῆχε αὐτόθι 399· νῆχον πάλιν Η. 280· νῆχον ἐπ’ ἄκρον ὕδωρ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· - κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. νήχομαι, μετοχ. νηχόμενος Ὀδ. Η. 276., Ξ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311· ἀπαρ. νήχεσθαι Ἀλκαῖ. 104· ποιητ. παρατ. νήχοντο Σοφ. παρ’ Εὐστ. 1389. 8· μέλλ. νήξομαι Ὀδ. Ε. 364· ἀόρ. ἐνήξατο Λυκόφρ. 76, Διον. Π. 141· νηξάμενος Ἀνθ. Π. 9. 36· παθ. μέλλ. νηχήσομαι Χρησμ. Σιβ. 2. 209· - πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, προσ-, συννήχομαι, κτλ. - Τὸ ἀποθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς διανήχομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11, Πλούτ. 2. 161F, 1063Β, Λουκ. κτλ.· τὸ δὲ ἐνεργ. οὐδαμοῦ, διότι ἐν Παυσ. 10. 20, 7, διωρθώθη νεῖν ἐξ Ἀντιγράφ.

French (Bailly abrégé)

nager;
Moy. νήχομαι (ao. part. fém. νηξαμένη) m. sign.
Étymologie: p. *σνήχω, de la R. Σνα, Να, couler ; cf. νᾶμα, ναῦς, lat. nare, natare, navis.

English (Autenrieth)

(σνήχω) and νήχομαι, inf. νηχέμεναι, part. νηχόμενος, ipf. νῆχον, fut. νήξομαι: swim. (Od.)

Greek Monotonic

νήχω: (νέω Β)· Δωρ. νάχω· Επικ. παρατ. νῆχον, απαρ. νηχέμεναι· μέλ. νήξω· κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· επίσης, ως αποθ., νήχομαι, μτχ. νηχόμενος· μέλ. νήξομαι, μτχ. αορ. αʹ νηξάμενος, σε Ανθ.· Ενεργ., σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νήχω: (преимущ. med.) плыть, плавать (ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ Hes.; ἐν χρῷ Plut.; χαροποῖς κύμασι Anth.): νηχέμεναι μεμαώς Hom. желая поплыть; πάντα τὰ νηχόμενα Anth. все плавающее, т. е. рыбы.

Frisk Etymological English

νήχομαι
Grammatical information: v.
Meaning: swim
See also: s. 1. νέω.