διάζευξις: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(nl)
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάζευξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> разделение, отделение (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> расторжение брака, развод (τῶν γυναικῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. разделение, разделительность (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> муз. несовпадение (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. [[διαζεύγνυμι]] 1 в конце).
|elrutext='''διάζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> разделение, отделение (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> расторжение брака, развод (τῶν γυναικῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. разделение, разделительность (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> муз. несовпадение (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. [[διαζεύγνυμι]] 1 в конце).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.
|elnltext=διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.
}}
}}

Revision as of 20:43, 5 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάζευξις Medium diacritics: διάζευξις Low diacritics: διάζευξις Capitals: ΔΙΑΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: diázeuxis Transliteration B: diazeuxis Transliteration C: diazefksis Beta Code: dia/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A disjoining, parting, τοῦ σώματος Pl.Phd.88b; δ. τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι Id.Lg.930b; ἡ δ. τῶν γυναικῶν, in Crete, Arist.Pol.1272a23.    2 Musical term, disjunction of two tetrachords, Plu.2.491a, Cleonid.Harm.10, etc.    3 Gramm., disjunction, κατὰ διάζευξιν παραλαμβάνεσθαι A.D.Synt.125.12: in Logic, συμπλοκαὶ καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.    4 Medic., κατὰ διάζευξιν by exclusive reckoning, Gal.18(2).232, al.

Greek (Liddell-Scott)

διάζευξις: -εως, ἡ, τὸ διαχωρίζειν, διαχωρισμός, ἀντίθ. σύζευξις, Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς μουσικός ὅρος, ἡ διάζευξις δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. συναφή, Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε διαζεύγνυμαι 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
disjonction, désunion, séparation.
Étymologie: διαζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 desunión, separación (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.Phd.88b, op. σύνθεσις: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.Solut.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.
separación, alejamiento ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A
de los esposos separación, divorcio τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.Lg.930b, cf. Arist.Pol.1272a23, I.AI 11.195, Iust.Nou.22.20
ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. συνάφεια Gal.18(2).232, cf. 233.
2 gram. disyunción (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas A.D.Synt.125.12, cf. Gramm.Pap.1.57
en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.
3 mús. disyunción entre dos tetracordios, Aristox.Harm.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.Harm.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.

Greek Monotonic

διάζευξις: -εως, ἡ, αποχωρισμός, διαχωρισμός, διάλυση, διαζύγιο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διάζευξις: εως ἡ
1) разделение, отделение (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);
2) расторжение брака, развод (τῶν γυναικῶν Arst.);
3) грам. разделение, разделительность (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);
4) муз. несовпадение (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. διαζεύγνυμι 1 в конце).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.