δνοπαλίζω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. | |lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
A shake violently, fling down, ἀνὴρ ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il. 4.472; τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις 'wrap thy old cloak about thee', Od. 14.512:—Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, of the polypus, its arms wave about, Opp.H.2.295.
German (Pape)
[Seite 651] fut. δνοπαλίξω (vgl. δονέω u. πάλλω), hin u. her schwingen, schütteln, werfen ; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.
Greek (Liddell-Scott)
δνοπᾰλίζω: μέλλ. -ξω, σείω βιαίως, καταρρίπτω, ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ δονέω).
French (Bailly abrégé)
f. δνοπαλίσω;
secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, càd nettoyer et rapiécer des haillons.
Étymologie: DELG δονέω, πάλλω.
English (Autenrieth)
doubtful word, ἀνὴρ δ' ἄνδῤ ἐδνοπάλιζεν, hustled, Il. 4.472 ; ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίζεις, you will bundle on your rags, Od. 14.512.
Spanish (DGE)
(δνοπᾰλίζω)
• Morfología: [fut. δνοπαλίξεις Od.14.512]
1 zarandear, enzarzarse con c. ac. de pers. ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il.4.472
•dud., quizá sacudir τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις Od.l.c., cf. δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείειν Paus.Gr.δ 22.
2 en v. med. bambolearse, ondear en torno γυῖα δνοπαλίζεται del pulpo, Opp.H.2.295.
Greek Monolingual
δνοπαλίζω (Α)
σείω βίαια, καταρρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό τών δονώ και πάλλω].
Greek Monotonic
δνοπᾰλίζω: μέλ. -ξω, κουνώ με βία, καταρρίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «τύλιξε τα κουρέλια σου στο σώμα σου», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
δνοπᾰλίζω:
1) досл. трясти, потрясать, ирон. носить на себе, таскать (τὰ ῥάκεα Hom.);
2) поражать, убивать (ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: shake, fling down (Δ 472, ξ 512 etc.)
Other forms: fut. δνοπαλίξω
Derivatives: δνοπάλιξις (sch. Opp. ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One compares δονέω and πάλλω. But hardly made from these words (s. Schwyzer 645 w. n. 1 on such formations). The group δν- is typical for Pre-Greek words; from δνοπ-αλ-? See also Chantraine Gramm. hom. 1, 340.