αχνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(7)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αχνός]], [[ωχρός]]<br /><b>2.</b> [[χάνω]] το [[χρώμα]] μου, [[ξεθωριάζω]]<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ισχνός]], [[αδυνατίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>επίθ.</b> [[αχνός]]].———————— <b>(II)</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] αχνό<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]] ή [[ψήνω]] [[κάτι]] στον αχνό<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] στην [[επίδραση]] του αχνού ([[κυρίως]] για θεραπευτικούς λόγους, [[κρυολόγημα]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με μία [[υπόθεση]] το ρ. [[αχνίζω]] (II) <span style="color: red;"><</span> <b>ουσ.</b> [[άχνη]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως το [[αχνίζω]] (II) προήλθε από το αρχ. [[ατμίζω]] [[μετά]] από τις ακόλουθες μεταβολές: [[ατμίζω]] &GT; <i>αθνίζω</i> (με [[τροπή]] του ψιλού στο αντίστοιχο δασύ [[πριν]] από έρρινο και συγχρόνως [[τροπή]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-) &GT; <i>αφνίζω</i> (με [[τροπή]] του -<i>θ</i>- σε -<i>φ</i>- [[πριν]] από έρρινο, <b>[[πρβλ]].</b> [[αρίθμητος]] &GT; <i>αρίφνητος</i>) &GT; [[αχνίζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρίφνω</i> &GT; [[ρίχνω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αχνός]], [[ωχρός]]<br /><b>2.</b> [[χάνω]] το [[χρώμα]] μου, [[ξεθωριάζω]]<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ισχνός]], [[αδυνατίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>επίθ.</b> [[αχνός]]].<br /><b>(II)</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] αχνό<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]] ή [[ψήνω]] [[κάτι]] στον αχνό<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] στην [[επίδραση]] του αχνού ([[κυρίως]] για θεραπευτικούς λόγους, [[κρυολόγημα]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με μία [[υπόθεση]] το ρ. [[αχνίζω]] (II) <span style="color: red;"><</span> <b>ουσ.</b> [[άχνη]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως το [[αχνίζω]] (II) προήλθε από το αρχ. [[ατμίζω]] [[μετά]] από τις ακόλουθες μεταβολές: [[ατμίζω]] &GT; <i>αθνίζω</i> (με [[τροπή]] του ψιλού στο αντίστοιχο δασύ [[πριν]] από έρρινο και συγχρόνως [[τροπή]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-) &GT; <i>αφνίζω</i> (με [[τροπή]] του -<i>θ</i>- σε -<i>φ</i>- [[πριν]] από έρρινο, <b>[[πρβλ]].</b> [[αρίθμητος]] &GT; <i>αρίφνητος</i>) &GT; [[αχνίζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρίφνω</i> &GT; [[ρίχνω]])].
}}
}}

Revision as of 14:25, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
1. γίνομαι αχνός, ωχρός
2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
3. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός].
(II)
1. βγάζω αχνό
2. θερμαίνω ή ψήνω κάτι στον αχνό
3. εκθέτω στην επίδραση του αχνού (κυρίως για θεραπευτικούς λόγους, κρυολόγημα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με μία υπόθεση το ρ. αχνίζω (II) < ουσ. άχνη. Κατ' άλλη άποψη όμως το αχνίζω (II) προήλθε από το αρχ. ατμίζω μετά από τις ακόλουθες μεταβολές: ατμίζω > αθνίζω (με τροπή του ψιλού στο αντίστοιχο δασύ πριν από έρρινο και συγχρόνως τροπή του -μ- σε -ν-) > αφνίζω (με τροπή του -θ- σε -φ- πριν από έρρινο, πρβλ. αρίθμητος > αρίφνητος) > αχνίζω (πρβλ. ρίφνω > ρίχνω)].