ἀγριότης: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(1)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀγριότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.
|elrutext='''ἀγριότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄγριος]]<br /><b class="num">I.</b> [[wildness]], [[savageness]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> in [[moral]] [[sense]], [[savageness]], [[fierceness]], [[cruelty]], Plat., etc.
}}
}}

Revision as of 11:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριότης Medium diacritics: ἀγριότης Low diacritics: αγριότης Capitals: ΑΓΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: agriótēs Transliteration B: agriotēs Transliteration C: agriotis Beta Code: a)grio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA588a21; ofplants, Thphr.HP 3.2.4; of untilled ground, ἀ. γῆς Gp.7.1.4; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23.    II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp.197d, al., D.26.26 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριότης: -ητος, ἡ, ἀγρία κατάστασις ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ ἡμερότης, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- ἀγριότης, σκληρότης, θηριωδία, Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 nature sauvage, non cultivée;
2 au mor. caractère farouche, sauvagerie, cruauté.
Étymologie: ἄγριος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 estado salvaje, salvajismoop. ἡμερότης de animales, X.Mem.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.HA 588a21, LXX 2Ma.15.21
de pers. βαρβάρων ἀ. Plb.9.24.4
de plantas estado silvestre Thphr.HP 3.2.4
de la tierra falta de cultivo ἀ. γῆς Gp.7.1.4.
2 ref. al carácter fiereza, crueldad op. πραότης Pl.Smp.197d, Arist.HA 629b7, cf. D.26.26, ἀ. καὶ μέθη Plb.18.55.2
de pasiones violencia, fiereza ἀ. (ἐπιθυμίας) Herm.Mand.12.1.2
ímpetu Sud.

Greek Monotonic

ἀγριότης: -ητος, ἡ (ἄγριος),
I. αγριότητα, βαρβαρότητα, σκληρότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. με ηθική σημασία, θηριωδία, βαναυσότητα, βιαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριότης: ητος ἡ
1) дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);
2) перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.

Middle Liddell

ἄγριος
I. wildness, savageness, Xen., etc.
II. in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.