ναοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(3)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].———————— <b>(II)</b><br />[[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κυβερνήτης]] ή ο [[πηδαλιούχος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της γενικής του δωρ. τ. [[ναός]] (= [[νηός]]) της λ. [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κυβερνήτης]] ή ο [[πηδαλιούχος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της γενικής του δωρ. τ. [[ναός]] (= [[νηός]]) της λ. [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱοφύλαξ Medium diacritics: ναοφύλαξ Low diacritics: ναοφύλαξ Capitals: ΝΑΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: naophýlax Transliteration B: naophylax Transliteration C: naofylaks Beta Code: naofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, (ναός)

   A keeper, warden of a temple, E.IT1284, Arist.Pol.1322b25, BGU362 (iii A.D.); cf. ναυφύλαξ 11.    II (ναῦς) master or pilot of a ship, S.Fr.143.

German (Pape)

[Seite 229] ακος, ὁ, 1) Tempelhüter, Tempelwart; Eur. I. T. 1284; Arist. pol. 6, 8. – 2) Schiffshüter, -lenker, Soph. frg. 151.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (ναὸς) ὁ φύλαξ ναοῦ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ι. Τ. 1281, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 19. ΙΙ. (ναῦς) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος πλοίου, Σοφ. Ἀποσπ. 151.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’un temple.
Étymologie: ναός, φύλαξ.

Greek Monolingual

(I)
(ναοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ.
(II)
ναοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της γενικής του δωρ. τ. ναός (= νηός) της λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ.

Greek Monotonic

νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (ναός), φύλακας ναού, Λατ. aedituus, σε Ευρ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

νᾱοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ ναός I] хранитель (страж) храма Eur.
ᾰκος ὁ ναῦς кормчий корабля Soph.