Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίβος: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
(3)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λίβος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[σταλαγμός]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λίβη</i> ή <i>λίβεα</i><br />τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» με αναβιβασμό του τόνου].———————— <b>(II)</b><br />[[λίβος]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] πίτας από [[μέλι]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>libum</i>, -<i>i</i> (σπάνια <i>libus</i>, -i), [[πίτα]] από [[γάλα]] ή [[λάδι]] βουτηγμένη στο [[μέλι]], που [[συνήθως]] προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. <i>libum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>libo</i> «[[χύνω]], [[κάνω]] [[σπονδή]]», της ίδιας ρίζας με το [[λείβω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λίβος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[σταλαγμός]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λίβη</i> ή <i>λίβεα</i><br />τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» με αναβιβασμό του τόνου].<br /> <b>(II)</b><br />[[λίβος]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] πίτας από [[μέλι]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>libum</i>, -<i>i</i> (σπάνια <i>libus</i>, -i), [[πίτα]] από [[γάλα]] ή [[λάδι]] βουτηγμένη στο [[μέλι]], που [[συνήθως]] προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. <i>libum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>libo</i> «[[χύνω]], [[κάνω]] [[σπονδή]]», της ίδιας ρίζας με το [[λείβω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβος Medium diacritics: λίβος Low diacritics: λίβος Capitals: ΛΙΒΟΣ
Transliteration A: líbos Transliteration B: libos Transliteration C: livos Beta Code: li/bos

English (LSJ)

[ῐ], εος, τό, (lei/bw)

   A = λιβάς, in pl., tears, A.Ch.448 (lyr.); v. λίπος.    2 = ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων, Gal.19.118.    II = Lat. libum, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.15.647d, cf. Ath.3.126a.

German (Pape)

[Seite 42] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = λιβάς, von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = λίβον, Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

λίβος: [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, λείβω, = λιβάς)· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. λίπος. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 goutte d’un liquide, particul. larme;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.

Greek Monolingual

(I)
λίβος, τὸ (Α)
1. σταλαγμός, σταλαγματιά
2. είδος κολλυρίου
3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα
τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
λίβος, τὸ (Α)
είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libum, -i (σπάνια libus, -i), πίτα από γάλα ή λάδι βουτηγμένη στο μέλι, που συνήθως προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. libum < libo «χύνω, κάνω σπονδή», της ίδιας ρίζας με το λείβω.

Greek Monotonic

λίβος: [ῐ], τό, = λιβάς· λίβος αἵματος, σταγόνα ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. λίβη, δάκρυα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λίβος: εος (ῐ) τό капля, слеза Aesch.