ἀόργητος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀόργητος:''' незлобивый, невозмутимый Arst., Plut.
|elrutext='''ἀόργητος:''' незлобивый, невозмутимый Arst., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀργή]]<br />[[incapable]] of [[anger]], Arist.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀόργητος Medium diacritics: ἀόργητος Low diacritics: αόργητος Capitals: ΑΟΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: aórgētos Transliteration B: aorgētos Transliteration C: aorgitos Beta Code: a)o/rghtos

English (LSJ)

ον,

   A not irascible, Arist.EN1108a8:—in good sense, Phld.Ir.p.71 W., Plu.2.10c, Luc.Herm.12, Aret.CD1.4, etc. Adv. -τως Phld. Lib.p.7 O., Arr.Epict.3.18.6, Hierocl. in CA12p.447M.

German (Pape)

[Seite 272] der nicht in Zorn geräth, Ggstz von ὀργίλος, Arist. Eth. Nic. 2, 7 Luc. Pisc. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀόργητος: -ον, ὁ μὴ ὀργιζόμενος, ὁ μὴ ἔχων ὀργήν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 10: ― Ἐπὶ καλῆς σημασ., Πλούτ. 2. 10Β, κτλ. ― Ἐπίρρ. -της Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 18, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 indifférent;
2 doux, calme.
Étymologie: ἀ, ὀργάω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indiferente, que no se apasiona por nada ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.EN 1108a8.
2 que no se enfurece, no irascible τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.71, ἀνήρ Luc.Herm.12, del sabio estoico, Chrysipp.Stoic.3.110, de Dios, 1Ep.Clem.19.3, cf. Luc.Pisc.34, Ep.Diog.8.8, Aret.CD 1.4.11.
II subst. τὸ ἀ. mansedumbre τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.Epict.3.20.9.
III adv. -ως sin enfurecerse, mansamente ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.Epict.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.in CA 12.5, cf. Luc.Demon.51.

Greek Monolingual

ἀόργητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί
2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].

Greek Monotonic

ἀόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από οργή, πράος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀόργητος: незлобивый, невозмутимый Arst., Plut.

Middle Liddell

ὀργή
incapable of anger, Arist.