καταθεάομαι: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-θεάομαι van bovenaf bekijken; beschouwen:. τοὺς δ ’ ἄλλους καταθεῶ beschouw de overigen Xen. Cyr. 8.2.18. | |elnltext=κατα-θεάομαι van bovenaf bekijken; beschouwen:. τοὺς δ ’ ἄλλους καταθεῶ beschouw de overigen Xen. Cyr. 8.2.18. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. άσομαι<br />Dep. to [[look]] [[down]] [[upon]], [[watch]] from [[above]], Xen.:—[[generally]], to [[contemplate]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A look down upon, watch from above, τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate, φορὰς ἄστρων Plu.2.426d: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.
German (Pape)
[Seite 1348] herabschauen, von einem hohen Orte aus betrachten, ἀπὸ λόφου τινὸς τὰ γιγνόμενα Xen. Cyr. 6, 5, 30; übh. in Augenschein nehmen, genau betrachten, τὰς τάξεις 5, 3, 55, τοὺς ἄλλους καταθεῶ καὶ λόγισαι 8, 2, 18; Sp., wie Plut. φορὰς ἄστρων def. or. 30.
Greek (Liddell-Scott)
καταθεάομαι: μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, βλέπω τι ἄνωθεν, τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι αὐτόθι Ι. 8, 14·― καθόλου, θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
-εῶμαι;
1 regarder d’en haut;
2 regarder attentivement.
Étymologie: κατά, θεάομαι.
Greek Monotonic
καταθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω κάτι από ψηλά, παρατηρώ από ψηλά, σε Ξεν.· γενικά, παρατηρώ, ατενίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταθεάομαι: (εᾱ)
1) сверху смотреть, взирать, наблюдать (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);
2) устремлять взор (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);
3) обозревать, осматривать (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);
4) следить, наблюдать (φορὰς ἄστρων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θεάομαι van bovenaf bekijken; beschouwen:. τοὺς δ ’ ἄλλους καταθεῶ beschouw de overigen Xen. Cyr. 8.2.18.
Middle Liddell
fut. άσομαι
Dep. to look down upon, watch from above, Xen.:—generally, to contemplate, Xen.