κατάφοβος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(nl)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάφοβος:''' <b class="num">1)</b> боящийся, испугавшийся (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> полный страха ([[βίος]] Plut.).
|elrutext='''κατάφοβος:'''<br /><b class="num">1)</b> боящийся, испугавшийся (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> полный страха ([[βίος]] Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάφοβος -ον [κατά, φόβος] angstig:. κ. βίος een leven in angst Plut. Dion 4.6.
|elnltext=κατάφοβος -ον [κατά, φόβος] angstig:. κ. βίος een leven in angst Plut. Dion 4.6.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφοβος Medium diacritics: κατάφοβος Low diacritics: κατάφοβος Capitals: ΚΑΤΑΦΟΒΟΣ
Transliteration A: katáphobos Transliteration B: kataphobos Transliteration C: katafovos Beta Code: kata/fobos

English (LSJ)

ον,

   A fearful, afraid of, κ. ἦν, = κατεφοβεῖτο, c. acc., ἐλέφαντας Plb.1.39.12; τὸ μέλλον Id.3.107.15; κ. ἦν μή . . Id.10.7.7: abs., κ. γίγνεσθαι LXX Pr.29.16, cf. Ath. Med. ap. Orib.inc.21.3; κ. βίος Plu.Dio 4.    II Act., terrifying, μήνυσις PSI6.684.17 (iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1389] voll Furcht, erschreckt; κατάφοβος ἦν, μὴ περιπέσῃ συμφοραῖς Pol. 10, 7, 7; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten, 1, 39, 12; τὸ μέλλον 3, 107, 15, öfter; Plut. Dion. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épouvanté.
Étymologie: κατά, φέβομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάφοβος, -ον)
περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επί-φοβος, περί-φοβος].

Russian (Dvoretsky)

κατάφοβος:
1) боящийся, испугавшийся (τινα и τι Polyb.);
2) полный страха (βίος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφοβος -ον [κατά, φόβος] angstig:. κ. βίος een leven in angst Plut. Dion 4.6.