οἰκουρός: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(3b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰκουρός:''' <b class="num">1)</b> охраняющий дом, стерегущий (sc. [[κύων]] Arph.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не выходящий из дому, т. е. бездеятельный, праздный ([[δίαιτα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> застоявшийся, затхлый ([[ἀήρ]] Plut.). | |elrutext='''οἰκουρός:'''<br /><b class="num">1)</b> охраняющий дом, стерегущий (sc. [[κύων]] Arph.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не выходящий из дому, т. е. бездеятельный, праздный ([[δίαιτα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> застоявшийся, затхлый ([[ἀήρ]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
όν, (οὖρος B)
A watching or keeping the house, of a watch-dog, Ar.V.970 ; of a cock, Plu.2.998b ; οἰ. ὄφις, of the sacred serpent in the Acropolis, Ar.Lys.759, Phylarch.72 J., Hsch. II keeping at home : as Subst., οἰκουρός, ἡ, mistress of the house, housekeeper, S.Fr. 487, E.Hec.1277 : as Adj., Id.HF45 (masc.) ; ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰ. PLond.1.125v.11 (v A.D.) ; used in praise of a good wife, Ph.2.431, D.C.56.3. 2 contemptuously of a man, stay-at-home, opp. one who goes forth to war, λέοντ' ἄναλκιν . . οἰκουρόν A.Ag.1225, cf. 1626, Din.1.82 ; τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰ. Plu.2.751a ; δίαιτα οἰ. καὶ ἀργή Id.Per.34.
German (Pape)
[Seite 303] das Haus bewachend, hütend; λείπει με τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, Eur. Herc. Fur. 45; Hec. 1277; bes. entfernt vom Kampfe, von den öffentlichen Geschäften, zu Hause bleibend, λέοντ' ἄναλκιν ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, Aesch. Ag. 1198, vgl. 1608, wo es zugleich die Bdtg des Auflauerns hat; Ar. Vesp. 970; bei Din. 1, 82, ἐν ταῖς παρατάξεσιν οἰκουρός, im Ggstz von πρεσβευτής, der sich der Gesandtschaft entzieht; δίαιτα οἰκ. καὶ ἀργή, Plut. Per. 34; von der Frau, lobend, = häuslich, N. T. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκουρός: -όν, (οὖρος), ὁ φυλάττων τὸν οἶκον, ἐπὶ κυνός, Ἀριστοφ. Σφ. 970, πρβλ. Λυσ. 759· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος. Πλούτ. 2. 998Β· οἰκ. ὄφις, ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄφεως τοῦ ἐν Ἀκροπόλει, Ἀριστοφ. Λυσ. 759, πρβλ. Φύλαρχ. 74. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰκουρὸν ὄφιν· τὸν τῆς Πολιάδος φύλακα δράκοντα καὶ οἱ μὲν ἕνα φασίν, οἱ δὲ δύο ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦτον δὲ φύλακα τῆς ἀκροπόλεώς φασιν, ᾧ καὶ μελιτοῦτταν παρατίθεσθαι». ΙΙ. ὁ κατ’ οἶκον μένων· ὡς οὐσιαστ., οἰκουρός, ἡ, οἰκοδέσποινα, οἰκοκυρά, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45· ἐν χρήσει ὡς ἔπαινος καλῆς συζύγου, Φίλων 2. 431, Δίων Κ. 56. 3· - περιφρονητικῶς ἐπὶ ἀνδρός, ὁ μένων κατ’ οἶκον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εἰς πόλεμον ἀπερχόμενον, λέοντ’ ἄναλκιν.. οἰκουρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1225, πρβλ. 1626, Δείναρχ. 100. 37· τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰκ. Πλούτ. 2. 751Α· οὕτω, δίαιτα οἰκ. καὶ ἀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 34· ἴδε ἐν λέξ. οἰκουρέω.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. qui garde la maison;
II. qui reste à la maison :
1 sédentaire;
2 en mauv. part oisif, inactif.
Étymologie: οἶκος, οὖρος.
Spanish
English (Strong)
from οἶκος and ouros (a guard; be "ware"); a stayer at home, i.e. domestically inclined (a "good housekeeper"): keeper at home.
Greek Monolingual
οικουρός, -όν (Α)
1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι
2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)
3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκουρός
α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά
β) αξιέπαινη σύζυγος
5. φρ. «οἰκουρὸς ὄφις» — το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουρός (< -Fορός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ-ουρός, οδ-ουρός].
Greek Monotonic
οἰκουρός: -όν (οὖρος),·
I. αυτός που φυλάσσει το σπίτι, λέγεται για φύλακα σκύλο, σε Αριστοφ.
I. ως ουσ., οἰκουρός, ἡ, κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, νοικοκυρά, σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο σπίτι του, δειλός, αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να πάει στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, δίαιτα οἰκουρός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκουρός:
1) охраняющий дом, стерегущий (sc. κύων Arph.; ἀλεκτρυών Plut.);
2) не выходящий из дому, т. е. бездеятельный, праздный (δίαιτα Plut.);
3) застоявшийся, затхлый (ἀήρ Plut.).