μονόστολος: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(3) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονόστολος:''' <b class="num">1)</b> посылаемый (бросаемый) в одиночку, т. е. пускаемый в ход в единоборстве: μονοστόλου [[δορός]] Eur. в единоборстве;<br /><b class="num">2)</b> покинутый, лишившийся (φίλας [[ματρός]] Eur.). | |elrutext='''μονόστολος:'''<br /><b class="num">1)</b> посылаемый (бросаемый) в одиночку, т. е. пускаемый в ход в единоборстве: μονοστόλου [[δορός]] Eur. в единоборстве;<br /><b class="num">2)</b> покинутый, лишившийся (φίλας [[ματρός]] Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A going alone, Lyc.690: generally, alone, single, δόρυ E.Ph.742; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 205] allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστολος: -ον, ὁ πορευόμενος μόνος, Λυκόφρ. 690 καθόλου, μόνος, μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ ἕκαστος νὰ διοικῇ τὸ ἑαυτοῦ δόρυ μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας μονόστολος μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. μονόζωνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
seul, solitaire ; qui voyage seul.
Étymologie: μόνος, στόλος.
Greek Monolingual
μονόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ
τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.)
2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.)
3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» — να διοικούν λόχους ή καθένας να διοικεί το ατομικό δόρυ μόνο; Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιερό-στολος].
Greek Monotonic
μονόστολος: -ον, αυτός που πορεύεται μόνος, μόνος, μεμονωμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονόστολος:
1) посылаемый (бросаемый) в одиночку, т. е. пускаемый в ход в единоборстве: μονοστόλου δορός Eur. в единоборстве;
2) покинутый, лишившийся (φίλας ματρός Eur.).