πακτόω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(nl)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πακτόω:''' <b class="num">1)</b> конопатить, заделывать, затыкать (τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> запирать ([[δῶμα]] Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> привязывать, крепить (λαίφεα Anth.).
|elrutext='''πακτόω:'''<br /><b class="num">1)</b> конопатить, заделывать, затыкать (τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> запирать ([[δῶμα]] Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> привязывать, крепить (λαίφεα Anth.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πακτόω [πακτός] dichtmaken, sluiten, dichtstoppen:. τὰ προπύλαια πακτοῦν de Propylaeën barricaderen Aristoph. Lys. 265.
|elnltext=πακτόω [πακτός] dichtmaken, sluiten, dichtstoppen:. τὰ προπύλαια πακτοῦν de Propylaeën barricaderen Aristoph. Lys. 265.
}}
}}

Revision as of 12:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πακτόω Medium diacritics: πακτόω Low diacritics: πακτόω Capitals: ΠΑΚΤΟΩ
Transliteration A: paktóō Transliteration B: paktoō Transliteration C: paktoo Beta Code: pakto/w

English (LSJ)

(πακτός)

   A fasten, close, Archil.187; δῶμα πάκτου make fast the house, S.Aj.579; μοχλοῖς καὶ κλῄθροισι τὰ προπύλαια π. Ar.Lys. 265.    2 stop up, caulk, τὰ τετρημένα ῥακίοις Id.V.128.    3 bind fast, λαίφεα AP10.23 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 444] befestigen, fest machen, verschließen; πακτῶσαι θύρας, Archil. bei Poll. 10, 27, vgl. 7, 113; μοχλοῖς τὰ προπύλαια, Ar. Lys. 265; δῶμα πάκτου, Soph. Ai. 576. – Dicht verstopfen, πακτοῦσι τὰς ἁρμονίας βύβλῳ, Her. 2, 96; vgl. Ar. Vesp. 128, ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα, ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν, wo der Schol. erkl. ἐφράξαμεν, ἐπληρώσαμεν. – Bei Automed. 11, 4 (X, 23), λαίφεα πακτώσας, festbinden.

Greek (Liddell-Scott)

πακτόω: (πακτὸς) κλείω ἀσφαλῶς, στερεώνω, ἀσφαλίζω, Ἀρχίλ. 175· δῶμα πάκτου, κλεῖσον ἀσφαλῶς τὴν οἰκίαν, Σοφ. Αἴ. 579· π. τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Ἀριστοφάν. Λυσ. 265. 2) κλείω, φράττω, «στουπώνω», τὰ τετρημένα ῥακίοις Ἀριστοφ. Σφ. 128· περὶ τοῦ: ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ ἐν Ἡρόδ. 2. 96, ἴδε ἐν λ. ἐμπακτόω. 3) δένω ἀσφαλῶς, στερεῶς, λαίφεα Ἀνθολ. Π. 10. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ficher ou fixer solidement :
1 assujettir solidement, fermer;
2 calfater solidement, bourrer.
Étymologie: πήγνυμι.

Greek Monotonic

πακτόω: μέλ. -ώσω (πακτός
1. στερεώνω, ασφαλίζω, δῶμα πάκτου, κλείνω με ασφάλεια το σπίτι, σε Σοφ.
2. κλείνω, σταματώ, στουπώνω, ματσακωνίζω, καλαφατίζω, σε Αριστοφ.
3. δένω με ασφάλεια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πακτόω:
1) конопатить, заделывать, затыкать (τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.);
2) запирать (δῶμα Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Arph.);
3) привязывать, крепить (λαίφεα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτόω [πακτός] dichtmaken, sluiten, dichtstoppen:. τὰ προπύλαια πακτοῦν de Propylaeën barricaderen Aristoph. Lys. 265.