ἀκάρπωτος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκάρπωτος:''' досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный ([[χρησμός]] Eur.; νίκας [[χάρις]] Soph.). | |elrutext='''ἀκάρπωτος:''' досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный ([[χρησμός]] Eur.; νίκας [[χάρις]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καρπόω]]<br />not made [[fruitful]], without [[fruit]]: of an [[oracle]], [[fruitless]], [[unfulfilled]], Aesch.; νίκας ἀκάρπωτον [[χάριν]] [[because]] of [[victory]] [[which]] yielded no [[fruit]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A not made fruitful, uncultivated, Thphr.CP3.13.3. 2 metaph., χρησμὸς ἀ. unfulfilled oracle, A.Eu.714; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of some victory which yielded her no tribute, S.Aj.176.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάρπωτος: -ον, = ὁ μὴ γινόμενος καρποφόρος, ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον χάριν, ἕνεκα νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; fig. χρησμὸς ἀκάρπωτος ESCHL oracle qui n’est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d’une victoire dont elle n’a pas recueilli le fruit.
Étymologie: ἀ, καρπόω.
Spanish (DGE)
-ον
1 inculto γῆ Thphr.CP 3.13.3.
2 infructuoso νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.Ai.176
•de un oráculo no cumplido A.Eu.714.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάρπωτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μεστώσει
«ακάρπωτα κουκιά»
ΙΙ αρχ.
1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.)
2. ανώφελος, μάταιος
«νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176)
3. ο ανεκπλήρωτος
«χρησμὸς ἀκάρπωτος» (Αισχύλ. Ευμ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρπῶ «φέρω καρπούς»
νεοελλ.
καρπώνω, «μεστώνω»].
Greek Monotonic
ἀκάρπωτος: -ον (καρπόω), αυτός που δεν γίνεται καρποφόρος, που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος· λέγεται για χρησμό, άκαρπος, ανεκπλήρωτος, σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον χάριν, λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάρπωτος: досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный (χρησμός Eur.; νίκας χάρις Soph.).
Middle Liddell
καρπόω
not made fruitful, without fruit: of an oracle, fruitless, unfulfilled, Aesch.; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of victory which yielded no fruit, Soph.