γενετή: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(1b) |
(1a) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γενετή:''' ἡ рождение, только в выраж.: ἐκ [[γενετῆς]] Hom., Arst., Polyb., Plut. с (самого) рождения. | |elrutext='''γενετή:''' ἡ рождение, только в выраж.: ἐκ [[γενετῆς]] Hom., Arst., Polyb., Plut. с (самого) рождения. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[γενεά]] II. 3]<br />ἐκ [[γενετῆς]] from the [[hour]] of [[birth]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = γενεά 11.3, ἐκ γενετῆς from the hour of birth, Il.24.535, Od.18.6; εὐθὺς ἐκ γ. Arist.EN1144b6; opp. δι' ἔθος, ib.1154a33; later ἀπὸ γενετῆς Iamb.VP30.171.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Geburt; Hom. zweimal, ἐκ γενετῆς Versanfang, Odyss. 18, 6 Iliad. 24, 535, var. lect. ἐκ γενεῆς, Scholl. Didym. Odyss. 18, 6 ἐκ γενετῆς: ἐκ γε νεῆς, διχῶς, d. h. Aristarch las hier in der einen seiner beiden Ausgaben ἐκ γενετῆς, in der anderen ἐκ γενεῆς; – bei Her. steht jetzt 8, 23 ἐκ γενεῆς; Arist. Eth. 6, 13 u. öfter; Pol. 3, 20, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενετή: ἡ, = γενεή, ἐκ γενετῆς, ἐκ τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἀφ΄ ὅτου ἐγεννήθη τις, Ἰλ. Ω. 535, Ὀδ. Σ. 7· εὐθὺς ἐκ γ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 1· ἀντίθ. πρὸς τὸ δι’ ἔθος, αὐτόθι 7. 14, 4· μεταγεν. ἀπὸ γενετῆς Ἰάμβλ.II. Β. 171.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
seul. dans la locut. ἐκ γενετῆςIL, OD dès la naissance.
Étymologie: γίγνομαι.
English (Autenrieth)
ῆς: birth; ἐκ γενετῆς, ‘from the hour of birth,’ Od. 18.6.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
nacimiento ἐκ γενετῆς desde el nacimiento, desde la cuna, Il.24.535, Od.18.6, Hp.Epid.2.3.18, Nat.Puer.20, Arist.EN 1144b6, Plb.3.20.4, LXX Le.25.47, I.AI 8.157, Paus.4.12.10, S.E.M.11.238, Vett.Val.280.6, Philostr.Ep.12, op. δι' ἔθος Arist.EN 1154a33, ἀπὸ γενετῆς Iambl.VP 171.
English (Strong)
feminine of a presumed derivative of the base of γενεά; birth: birth.
English (Thayer)
γενετῆς, ἡ (ΓΑΝΩ, γίνομαι) (cf. German die Gewordenheit), birth; hence, very often ἐκ γενετῆς from birth on (Homer, Iliad 24,535; Aristotle, eth. Nic. 6,13, 1, p. 1144b, 6 etc.; Polybius 3,20, 4; Diodorus 5,32, others; the Sept. John 9:1.
Greek Monolingual
η (AM γενετή)
(επίρρ. φρ.) «έκ γενετής» — από τη στιγμή της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του
αρχ.-μσν.
η στιγμή της γέννησης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τή
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].
Greek Monotonic
γενετή: ἡ = γενεά II. 3· ἐκ γενετῆς, από την ώρα της γέννησης, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
γενετή: ἡ рождение, только в выраж.: ἐκ γενετῆς Hom., Arst., Polyb., Plut. с (самого) рождения.