ἐξαποτίνω: Difference between revisions
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξαποτίνω:''' (ῑ) полностью искупать (ἐρινύας τινός Hom.). | |elrutext='''ἐξαποτίνω:''' (ῑ) полностью искупать (ἐρινύας τινός Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[satisfy]] in [[full]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A satisfy in full, Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.
German (Pape)
[Seite 871] ganz abbüßen, τῆς μητρὸς ἐρινύας Il. 21, 412.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποτίνω: ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, καταπραΰνω, οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Ἰλ. Φ. 412.
French (Bailly abrégé)
donner entière satisfaction à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποτίνω.
English (Autenrieth)
pay off, satisfy in full, Il. 21.412†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 saldar una deuda, compensar por completo οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.
2 sufrir un castigo δεσμοῖς ... πεφυλαγμένοι ἐξαποτῖσαι encadenados para sufrir castigo, Orac.Sib.1.102, cf. 180.
Greek Monolingual
ἐξαποτίνω (Α)
ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»].
Greek Monotonic
ἐξαποτίνω: [ῑ], ικανοποιώ εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποτίνω: (ῑ) полностью искупать (ἐρινύας τινός Hom.).