πρόσουρος: Difference between revisions

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.
|elnltext=πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόσ-ουρος, ον, [ionic for [[πρόσορος]]<br />[[adjoining]], [[bordering]] on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the [[neighbouring]] parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]] [[where]] he had no [[neighbour]] but [[himself]], i. e. lived in [[solitude]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσουρος Medium diacritics: πρόσουρος Low diacritics: πρόσουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prósouros Transliteration B: prosouros Transliteration C: prosouros Beta Code: pro/souros

English (LSJ)

   A v. πρόσορος.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόσορος erklärt. – 2) ion. = πρόσορος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ πρόσορος (πρβλ. προσόμουρος), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 (ἔνθα ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν πρόσουρος, ἔνθα οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν ἑαυτοῦ, δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω μόνος ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe διόρθωσις (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, ἔνθα ἦτο κατάμονος μὴ ἔχων γειτονικὸν βάδισμα, δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται ἀρκούντως ἐπιτυχής, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. πρόσορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. πρόσορος.

Greek Monotonic

πρόσουρος: -ον, Ιων. αντί πρόσορος, εφαπτόμενος, γειτονικός, τῇ Ἀραβίῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., τὰ πρόσορα, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, όπου δεν είχε κανένα γείτονα παρά μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην απομόνωση.

Russian (Dvoretsky)

πρόσουρος: ион. = πρόσορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.

Middle Liddell

πρόσ-ουρος, ον, [ionic for πρόσορος
adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.