μύκημα: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μύκημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> мычание (μυκήματα [[βοῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> рев, рычание (λεαίνης Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).
|elrutext='''μύκημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> мычание (μυκήματα [[βοῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> рев, рычание (λεαίνης Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μύ¯κημα, ατος, τό,<br />a [[lowing]], bellowing, [[roaring]], of oxen, Eur.; of a [[lioness]], Theocr.; the [[roar]] of [[thunder]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκημα Medium diacritics: μύκημα Low diacritics: μύκημα Capitals: ΜΥΚΗΜΑ
Transliteration A: mýkēma Transliteration B: mykēma Transliteration C: mykima Beta Code: mu/khma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., βοῶν μυκήματα E.Ba.691, cf. Call.Del.310, A.R.1.1269, etc.;

   A μ. λεαίνας Theoc. 26.21; roar of thunder, A.Pr.1062 (anap.):—rare in Prose, of a vase, Arist.Pr.938a10; of the earth, Id.Mu.396a13, D.C.68.24; of winds in a cave, Corn.ND22.

German (Pape)

[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.

Spanish

mugido

Greek Monolingual

μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) μυκώμαι
μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῡντες ὅμοιον», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο κρότος της βροντής
2. ισχυρός ήχοςἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.).

Greek Monotonic

μύκημα: [ῡ], τό, μούγκρισμα, μουγκανητό, μουγκρητό, λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό λιοντάρι, σε Θεόκρ.· το μουγκρητό του κεραυνού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μύκημα: ατος (ῡ) τό
1) мычание (μυκήματα βοῶν Eur.);
2) рев, рычание (λεαίνης Theocr.);
3) гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).

Middle Liddell

μύ¯κημα, ατος, τό,
a lowing, bellowing, roaring, of oxen, Eur.; of a lioness, Theocr.; the roar of thunder, Aesch.