ἀλιπαρής: Difference between revisions
ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀλῑπᾰρής:''' без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный ([[θρίξ]] Soph.). | |elrutext='''ἀλῑπᾰρής:''' без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный ([[θρίξ]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=not fit for a [[suppliant]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.
German (Pape)
[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.
Spanish (DGE)
-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
Greek Monolingual
ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].
Greek Monotonic
ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῑπᾰρής: без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный (θρίξ Soph.).
Middle Liddell
not fit for a suppliant, Soph.