ἐνθερμαίνω: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]], [[πυρώνω]] — Παθ., <i>ἐντεθέρμανται πόθῳ</i>, είναι θερμοί από [[πάθος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐνθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]], [[πυρώνω]] — Παθ., <i>ἐντεθέρμανται πόθῳ</i>, είναι θερμοί από [[πάθος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[heat]]:—Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is [[heated]] by [[passion]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
A heat, in Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, S.Tr.368.
German (Pape)
[Seite 842] darin erwärmen, ἐντεθέρμανται πόθῳ, Soph. Tr. 367, von Liebesverlangen durchglüht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθερμαίνω: θερμαίνω: - Παθ., εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ, ἐὰν εἶναι ἔνθερμοι ἐκ πόθου, Σοφ. Τρ. 368: πρβλ. ἐνθάλπω.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. Pass. 3ᵉ pl. ἐντεθέρμανται;
échauffer dans fig.
Étymologie: ἐν, θερμαίνω.
Greek Monolingual
(Α ἐνθερμαίνω)
1. θερμαίνω υπερβολικά
2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω, πυρώνω — Παθ., ἐντεθέρμανται πόθῳ, είναι θερμοί από πάθος, σε Σοφ.
Middle Liddell
to heat:—Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, Soph.