ἐπισκάπτω: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπισκάπτω:''' (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.). | |elrutext='''ἐπισκάπτω:''' (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dig [[superficially]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 9 January 2019
English (LSJ)
A dig superficially, AP9.52 (Carph.). II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.
Greek Monolingual
ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.
Greek Monotonic
ἐπισκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκάπτω: (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.).
Middle Liddell
fut. ψω
to dig superficially, Anth.