βάδισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βάδισμα:''' ατος τό Xen., Dem., Luc. = [[βάδισις]].
|elrutext='''βάδισμα:''' ατος τό Xen., Dem., Luc. = [[βάδισις]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βαδίζω]]<br />[[walk]], [[gait]], Xen., Dem.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάδισμα Medium diacritics: βάδισμα Low diacritics: βάδισμα Capitals: ΒΑΔΙΣΜΑ
Transliteration A: bádisma Transliteration B: badisma Transliteration C: vadisma Beta Code: ba/disma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A walk, gait, X.Ap.27, D.37.55: pl., Luc.Herm.18; ἐλθὼν ἐν ἠρεμαίῳ β. Palaeph.31.

German (Pape)

[Seite 423] τό, Schritt, Gang, Xen. Apol. 27; Dem. 37, 55.

Greek (Liddell-Scott)

βάδισμα: -ατος, τό, περιπάτημα, τρόπος τοῦ βαδίζειν, Ξεν. Ἀπολ. 27, Δημ. 982. 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
marche pas à pas ; marche posée et modeste.
Étymologie: βαδίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
paso, marcha, andadura ἐν ἠρεμαίῳ βαδίσματι Palaeph.31, θρυπτόμενοί τε τοῖς βαδίσμασιν I.BI 4.563, β. ἄσχημον Gal.17(2).145, γυμνὸν β. paso descalzo Philostr.VA 3.15, ἐς ὀρθὸν τοῦ βαδίσματος ... ἦλθε recobró la derechura de la marcha Philostr.VA 3.39, ἐθεράπευον ... τὸ β. τῶν πατέρων οἱ νεώτεροι τῶν παίδων Philostr.Her.64.24, β. σχολαῖον Philostr.Im.1.9, β. τεταγμένον βραχύ Aristaenet.1.1.27
forma de andar, andares ἀπῄει καὶ ὄμμασι ... καὶ βαδίσματι φαιδρός X.Ap.27, περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ διαλέκτου D.37.55, σχῆμα καὶ β. καὶ βλέμμα Plu.2.84e, ἐπῄνει τὸ βάδισμα Charito 6.7.1, cf. Luc.Tim.54, Herm.18, D.Chr.30.4, 31.162, Iambl.Fr.1, Philostr.VS 587, Hld.3.13.2.

Greek Monolingual

το (AM βάδισμα) βαδίζω
1. το να βαδίζει κανείς
2. ο χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος, η περπατησιά.

Greek Monotonic

βάδισμα: -ατος, τό, περπάτημα, βηματισμός, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βάδισμα: ατος τό Xen., Dem., Luc. = βάδισις.

Middle Liddell

[from βαδίζω
walk, gait, Xen., Dem.