κνήμαργος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κνήμαργος -ον [κνήμη, ἀργός] met witte poten.
|elnltext=κνήμαργος -ον [κνήμη, ἀργός] met witte poten.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κνήμ-αργος, ον<br />[[white]]-legged, Theocr.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνήμαργος Medium diacritics: κνήμαργος Low diacritics: κνήμαργος Capitals: ΚΝΗΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: knḗmargos Transliteration B: knēmargos Transliteration C: knimargos Beta Code: knh/margos

English (LSJ)

ον,

   A white-legged, Theoc.25.127.

German (Pape)

[Seite 1460] heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.

Greek (Liddell-Scott)

κνήμαργος: -ον, ἔχων λευκὰς κνήμας, Θεόκρ. 25. 127. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κνήμαργος· κνημώδης, παχύκνημος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes blanches.
Étymologie: κνήμη, ἀργός¹.

Greek Monolingual

κνήμαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκές κνήμες
2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ-αργος, πύγ-αργος].

Greek Monotonic

κνήμαργος: -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κνήμαργος: белоногий (ταῦροι Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνήμαργος -ον [κνήμη, ἀργός] met witte poten.

Middle Liddell

κνήμ-αργος, ον
white-legged, Theocr.