ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(2)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμετάστρεπτος:''' -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει [[πίσω]]· επίρρ. [[ἀμεταστρεπτί]] [ῑ] ή <i>-εί</i>, [[χωρίς]] γυρίσματα, [[εμπρός]], [[ἰέναι]], <i>φεύγειν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀμετάστρεπτος:''' -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει [[πίσω]]· επίρρ. [[ἀμεταστρεπτί]] [ῑ] ή <i>-εί</i>, [[χωρίς]] γυρίσματα, [[εμπρός]], [[ἰέναι]], <i>φεύγειν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[μεταστρέφομαι]<br />without [[turning]] [[about]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστρεπτος Medium diacritics: ἀμετάστρεπτος Low diacritics: αμετάστρεπτος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ametástreptos Transliteration B: ametastreptos Transliteration C: ametastreptos Beta Code: a)meta/streptos

English (LSJ)

ον,

   A not to be diverted, Max.Tyr.11.5, cf. POxy. 705.62. Adv. ἀμετα-στρεπτί [ι-] or -εί without turning round, straight forward, φεύγειν X.Smp.4.50, Pl.Lg.854c, cf. R.620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 (v.l. -τρεπτί), etc.

German (Pape)

[Seite 123] adj. zum vorigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστρεπτος: -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ ὀπίσω, ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις ὀπίσω, = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se retourne pas, fixe, constant.
Étymologie: ἀ, μεταστρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no desviable, εἱμαρμένη Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις POxy.705.62 (III a.C.).
2 adv. -ως sin dar la vuelta, por una cara πεσσόμενος ἄρτος ἀ. Quint.Os.7.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω
νεοελλ.
αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος
αρχ.
αδιάφορος, απρόσεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μεταστρέφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί].

Greek Monotonic

ἀμετάστρεπτος: -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει πίσω· επίρρ. ἀμεταστρεπτί [ῑ] ή -εί, χωρίς γυρίσματα, εμπρός, ἰέναι, φεύγειν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[μεταστρέφομαι]
without turning about.