ἀσέληνος: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσέληνος:''' безлунный ([[νύξ]] Anacr., Thuc., Polyb., Plut.). | |elrutext='''ἀσέληνος:''' безлунный ([[νύξ]] Anacr., Thuc., Polyb., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σελήνη]]<br />[[moonless]], νύξ Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.
German (Pape)
[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans lune.
Étymologie: ἀ, σελήνη.
Spanish (DGE)
-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).
Greek Monotonic
ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσέληνος: безлунный (νύξ Anacr., Thuc., Polyb., Plut.).