εὔστολος: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔστολος:''' хорошо снаряженный, прекрасно оснащенный ([[ναῦς]] Soph.). | |elrutext='''εὔστολος:''' хорошо снаряженный, прекрасно оснащенный ([[ναῦς]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὔστολος]], ον [[στολή]] = [[εὐσταλής]], Soph.] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603. 2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).
German (Pape)
[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.
Greek Monolingual
εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].
Greek Monotonic
εὔστολος: -ον (στολή), = εὐσταλής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔστολος: хорошо снаряженный, прекрасно оснащенный (ναῦς Soph.).