ἀνανέμω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(2)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνανέμω:''' ποιητ. ἀν-[[νέμω]], μέλ. <i>-νεμῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]] — Μέσ., [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]], σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. <i>-νεμέεται</i>),<br /><b class="num">2.</b> [[απαγγέλλω]], [[διαβάζω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀνανέμω:''' ποιητ. ἀν-[[νέμω]], μέλ. <i>-νεμῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]] — Μέσ., [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]], σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. <i>-νεμέεται</i>),<br /><b class="num">2.</b> [[απαγγέλλω]], [[διαβάζω]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[divide]] anew: Mid. to [[count]] up, Hdt. (in ionic fut. -νεμέεται).<br /><b class="num">2.</b> to [[rehearse]], [[read]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέμω Medium diacritics: ἀνανέμω Low diacritics: ανανέμω Capitals: ΑΝΑΝΕΜΩ
Transliteration A: ananémō Transliteration B: ananemō Transliteration C: ananemo Beta Code: a)nane/mw

English (LSJ)

poet. ἀννέμω,

   A distribute: hence, count up, in Med., ἀνανεμέεται (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173.    2 read, con over, Epich.224, Theoc.18.48.

German (Pape)

[Seite 199] p. ἀννέμω (s. νέμω), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέμω: ποιητ. ἀννέμω, διανέμω ἐκ νέου, ὡς τὸ ἀναδατέομαι (πρβλ. ἀνανομή). ΙΙ. κατὰ μέσον τύπον, ἀριθμῶ, «λογαριάζω», καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) ἀπαγγέλλω, ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· οὕτως Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, ἔνθα ἴδε Τούπιον.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνανεμῶ;
1 redistribuer LSJ;
2 passer en revue, parcourir, lire;
Moy. ἀνανέμομαι (fut. 3ᵉ sg. ion. ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.
Étymologie: ἀνά, νέμω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀννέμω Theoc.18.48

• Morfología: [fut. med. jón. ἀνανεμέεται Hdt.1.173]
1 leer Epich.200, Theoc.l.c., IG 12(9).285.4 (Eretria).
2 v. med. hacer el cómputo hacia atrás τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας enumerará las madres de su madre Hdt.l.c.

Greek Monolingual

ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.

Greek Monotonic

ἀνανέμω: ποιητ. ἀν-νέμω, μέλ. -νεμῶ,
1. διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω — Μέσ., αριθμώ, λογαριάζω, σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. -νεμέεται),
2. απαγγέλλω, διαβάζω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


1. to divide anew: Mid. to count up, Hdt. (in ionic fut. -νεμέεται).
2. to rehearse, read, Theocr.