ἀναλάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(2) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναλάζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ., [[αναλαμβάνω]], σε Μόσχ. | |lsmtext='''ἀναλάζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ., [[αναλαμβάνω]], σε Μόσχ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Dep. only in pres., to [[take]] [[again]], Mosch. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A take again, μορφήν Mosch.2.163.
German (Pape)
[Seite 195] wieder annehmen, μορφήν Mosch. 2, 159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλάζομαι: ἀποθ., ἀναλαμβάνω, λαμβάνω πάλιν, Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).
French (Bailly abrégé)
reprendre.
Étymologie: ἀνά, λάζομαι.
Spanish (DGE)
tomar de nuevo Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163.
Greek Monotonic
ἀναλάζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., αναλαμβάνω, σε Μόσχ.