ἀποπατέω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποπᾰτέω:''' (fut. ἀποπατήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> ventrem exonerare Arph.;<br /><b class="num">2)</b> извергать из организма (τι Arph.). | |elrutext='''ἀποπᾰτέω:''' (fut. ἀποπατήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> ventrem exonerare Arph.;<br /><b class="num">2)</b> извергать из организма (τι Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπόπατος]]<br />to [[retire]] from the way, to go aside to [[ease]] [[oneself]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 9 January 2019
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι Ar.Pl.1184, but -ήσω Hp.Morb.2.66: aor. subj. -πατήσω Ar.Ec.354:—retire to ease oneself, Cratin.49, Ar.ll.cc., M.Ant.10.19, D.C.78.5, etc. II pass with the excrement, void, τι Ar.Ec.351.
German (Pape)
[Seite 318] bei Seite treten, um seine Nothdurft zu verrichten, Ar. Eccl. 354 u. öfter; auch mit dem acc., ἱμονιάν 351; fut. med., Plut. 1184. – Hippocr. = abgehen, von Würmern, ἅμα τῇ κόπρῳ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπᾰτέω: μέλλ. -ήσομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 1184, ἀλλ’ -ήσω Ἱππ. 484, 29 (πρβλ. ἐναποπατέω, περιπατέω): ἀόρ. ὑποτακτ. -πατήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 354: - ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, παραμερίζω χάριν φυσικῆς ἀνάγκης, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. ἀφοδεύω. ΙΙ. ἀποπατῶ ἀντὶ κόπρου ἄλλο τι, ἀλλά σὺ μὲν ἱμονιάν τιν’ ἀποπατεῖς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 351, Μ. Ἀντων. 10. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. aller à l’écart, càd à la selle;
2 tr. rendre par les selles.
Étymologie: ἀπό, πατέω².
Spanish (DGE)
(ἀποπᾰτέω)
evacuar, hacer de vientre Cratin.53, Hp.Morb.2.51, M.Ant.10.19, D.C.78.5.4, Hippol.Haer.9.25.2
•en v. med. igual sent., Ar.Pl.1184
•c. ac. int. πολλόν Hp.Morb.2.66, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποπατέοντος ὀλίγον Hp.Morb.4.44, cf. 54, ἀποπατεῖ ἐρυθρὸν καὶ χλωρόν Hp.Morb.2.63, cóm. σὺ μὲν ἱμονιάν τιν' ἀποπατεῖς Ar.Ec.351.
Greek Monotonic
ἀποπᾰτέω: μέλ. -ήσομαι, υποτ. αορ. αʹ -πατήσω· αποχωρώ από την οδό, παραμερίζω για να ικανοποιήσω τη φυσική μου ανάγκη, αφοδεύω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπᾰτέω: (fut. ἀποπατήσομαι)
1) ventrem exonerare Arph.;
2) извергать из организма (τι Arph.).
Middle Liddell
[from ἀπόπατος
to retire from the way, to go aside to ease oneself, Ar.