ἀποστολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποστολεύς:''' έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.
|elrutext='''ἀποστολεύς:''' έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀποστέλλω]]<br />at [[Athens]], a [[magistrate]] who had to fit out a [[squadron]] for [[service]], Dem., Aeschin.
}}
}}

Revision as of 16:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστολεύς Medium diacritics: ἀποστολεύς Low diacritics: αποστολεύς Capitals: ΑΠΟΣΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: apostoleús Transliteration B: apostoleus Transliteration C: apostoleys Beta Code: a)postoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who dispatches, ἀ. τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Herm. ap. Stob.1.49.69: but mostly,    2 at Athens, magistrate who had to fit out a squadron for service, D.18.107, 47.26, Aeschin.2.177, Philoch.142, IG2.809b20.

German (Pape)

[Seite 327] ὁ, der Absender; in Athen Beamte, die die Aufsicht über die Ausrüstung u. Absendung der Flotte hatten, Dem. 18, 107. 47, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολεύς: έως, ὁ, ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο ὁ ἄρχων τοῦ ὁποίου τὸ ἔργον ἦτο νὰ παρασκευάζῃ μοῖραν στόλου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, Δημ. 262.18.,1146 ἐν τέλ., Αἰσχίν. 52. 2, φιλόχ. 142, πρβλ. Ἑρμ. Πολ. Ἀρχ. § 161. 20. Πρβλ. ἀπόστολος. Κατὰ Πολυδ. (Η΄ 99), «ἀποστολεῖς οἱ προνοούμενοι τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ ἔκπλου τῶν τριήρων».

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
intendant maritime.
Étymologie: ἀποστέλλω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 guía, acompañante ὁ δὲ ψυχοπομπὸς ἀ. ... τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Corp.Herm.Fr.26.3.
2 en Atenas interventor, intendente de la marina Aen.Tact.29.12, cf. IG 22.1629.252 (IV a.C.), D.18.107, 33.37, Aeschin.2.177, Philoch.63.

Greek Monotonic

ἀποστολεύς: -έως, ὁ (ἀποστέλλω), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστολεύς: έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.

Middle Liddell

ἀποστέλλω
at Athens, a magistrate who had to fit out a squadron for service, Dem., Aeschin.