ἀποπρίω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποπρίω:''' <b class="num">I</b> (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).<br /><b class="num">II</b> imper. aor. к [[ἀποπρίασθαι]]. | |elrutext='''ἀποπρίω:''' <b class="num">I</b> (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).<br /><b class="num">II</b> imper. aor. к [[ἀποπρίασθαι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[see also the late form [[ἀποπρίζω]]<br />to saw off, Hdt., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A saw off, Hdt.4.65. AP11.14 (Ammian.); ὀστέον Hp.Fract.33:—Pass., Isid.Char.20, Plu.2.924b, prob. in Archil.122.
German (Pape)
[Seite 320] (s. πρίω), absägen, Her. 4, 65 u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρίω: [ῑ], μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω διὰ τοῦ πρίονος, Ἡρόδ. 4. 65˙ -στέον Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 774: παθ., Πλούτ. 2. 924Β.
French (Bailly abrégé)
enlever en sciant, scier.
Étymologie: ἀπό, πρίω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 serrar ἀποπρίσας ... πᾶν τὸ ἔνερθε τῶν ὀφρύων ἐκκαθαίρει Hdt.4.65, ὀστέον Hp.Fract.33, Paul.Aeg.6.77, cf. AP 11.14 (Ammian.), en v. pas., Isid.Char.1, Plu.2.924b, Gal.10.429.
2 desollar πῶς ἀπεπρίσθη σκύτα; Archil.238.
Greek Monolingual
ἀποπρίω (Α) πρίω
πριονίζω, κόβω με το πριόνι.
Greek Monotonic
ἀποπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω, αποκόπτω, αποχωρίζω με το πριόνι, σε Ηρόδ.
• ἀποπρίω: συνηρ. αντί ἀποπρίασο, βλ. ἀποπρίασθαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπρίω: I (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).
II imper. aor. к ἀποπρίασθαι.
Middle Liddell
[see also the late form ἀποπρίζω
to saw off, Hdt., Anth.