περιφράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιφράσσω:''' атт. [[περιφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).
|elrutext='''περιφράσσω:''' атт. [[περιφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[fence]] all [[round]], Plat.
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφράσσω Medium diacritics: περιφράσσω Low diacritics: περιφράσσω Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: periphrássō Transliteration B: periphrassō Transliteration C: perifrasso Beta Code: perifra/ssw

English (LSJ)

Att. περιφράττω,

   A fence, fortify all round, ἐμαυτόν Pl.R. 365b ; κύκλον δένδρεσι Str.4.5.2 ; of armour, Hld.9.15 ; enclose, περόνη π. λίθον Procop.Aed.3.1:—Med., separate off for oneself, μέρος [τῆς στοᾶς] αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139:—Pass., πίλοις περιπεφραγμένα Hp. Aër.18; πόλις περιπεφρ. Sm.Ps.30(31).22 ; to be obstructed, f.l. for παραφρ-in Gal.UP8.6.    2 make a dam, φρυγάνοις καὶ λίθοις Arist. HA603a9.

German (Pape)

[Seite 599] attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω πανταχόθεν, ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ πόλις περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) περικλείω τι, φράττω ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.

French (Bailly abrégé)

entourer d’une barrière ou d’une enceinte.
Étymologie: περί, φράσσω.

Greek Monolingual

και περιφράττω ΝΜΑ και περιφράζω Ν
1. φράζω ολόγυρα, κατασκευάζω φράχτη γύρω σε κάτι
2. περιορίζω, προστατεύω, προφυλάσσω («φρόντισε να περιφράξει τη θεωρία του με τύπους»)
αρχ.
1. οχυρώνω
2. κατασκευάζω φράγμα ή μώλο.

Greek Monotonic

περιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, περιζώνω με φράκτη γύρω-γύρω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περιφράσσω: атт. περιφράττω
1) обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);
2) ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to fence all round, Plat.