ἀψόφητος: Difference between revisions
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀψόφητος:''' бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей. | |elrutext='''ἀψόφητος:''' бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ψοφέω]]<br />[[noiseless]]; c. gen., ἀψ. κωκυμάτων without [[sound]] of wailings, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (ψοφέω)
A noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.
German (Pape)
[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψοφέω.
Spanish (DGE)
-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
•c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].
Greek Monotonic
ἀψόφητος: -ον (ψοφέω), αθόρυβος· με γεν., ἀψόφητος κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψόφητος: бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.
Middle Liddell
ψοφέω
noiseless; c. gen., ἀψ. κωκυμάτων without sound of wailings, Soph.