βλωθρός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(nl)
(1a)
Line 39: Line 39:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βλωθρός]] -ά -όν hoog oprijzend.
|elnltext=[[βλωθρός]] -ά -όν hoog oprijzend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />[[tall]], [[stately]], of trees, Hom.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλωθρός Medium diacritics: βλωθρός Low diacritics: βλωθρός Capitals: ΒΛΩΘΡΟΣ
Transliteration A: blōthrós Transliteration B: blōthros Transliteration C: vlothros Beta Code: blwqro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A tall, πίτυς β. Il.13.390; β. ὄγχνη Od.24.234, cf. A.R.4.1476, Q.S.8.204; βλωθρῇ ἐπὶ ποίῃ Arat.1089. (Perh. cf. Skt. mūrdhā´ 'head', OE. molda 'head'.)

German (Pape)

[Seite 450] (βλώσκω?), hochaufschießend, hoch, von Bäumen, Hom. dreimal, πίτυς Iliad. 13, 390. 16, 483, ὄγχνη Odyss. 24, 234; – πίτυς Ep. ad. 384 (IX, 131); κότινος Eryc. 9 (IX, 233); πλάτανος 14 (VII, 174); a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βλωθρός: -ά, -όν, (βλώσκω) ὑψηλός, μεγαλοπρεπής, ἠὲ πίτυς βλωθρὴ Ἰλ. Ν. 390· στὰς ἄρ' ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην Ὀδ. Ω. 234.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui pousse haut ou dru.
Étymologie: R. Βλαθ, germer, pousser ; cf. βλαστάνω.

English (Autenrieth)

tall, of trees.

Spanish (DGE)

-ά, -όν

• Alolema(s): ép. fem. -ή Il.13.390; hiperjón. γλωθρός Hes.Fr.204.124
alargado, alto esp. de árboles πίτυς Il.l.c., Q.S.8.204, ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ... χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.l.c., cf. Od.24.234, A.R.4.1476, AP 9.233 (Eryc.), ποίη Arat.1089.

• Etimología: De *μλωθρός y rel. c. μέλαθρον según algunos autores c. una solución un tanto anómala de la r.

Greek Monolingual

βλωθρός, -ά, -όν (Α)
(για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) melōdh- «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn- «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα σχέση με το βλώσκω δεν έχει ισχυρή βάση από σημασιολογικής πλευράς].

Greek Monotonic

βλωθρός: -ά, -όν, ψηλός, ευθυτενής, αρχοντικός, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής, λέγεται για δένδρα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

βλωθρός: высокоствольный, высокий (πίτυς Hom., Anth.; ὄγχνη Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: (grown) high (of trees; Il.).
Other forms: γλωθρός (Hes.), a form mostly not mentioned.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Hardly as *μλωθρός to a word for head, Skt. mūrdhán- m. - βλώσκω "est loin pour le sens." (DELG). (Not to μέλαθρον or βλαστάνω.) Beekes, Dev. 215f. The form with γ- suggests Pre-Greek.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλωθρός -ά -όν hoog oprijzend.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
tall, stately, of trees, Hom.