γειτνίασις: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γειτνίᾱσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> соседство, близость (τοῦ ἡλίου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. соседи (τὴν γειτνίασιν [[ἄπιστον]] παρέχειν, βαρβαρικαὶ γειτνιάσεις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> близость, сходство (κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arst.). | |elrutext='''γειτνίᾱσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> соседство, близость (τοῦ ἡλίου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. соседи (τὴν γειτνίασιν [[ἄπιστον]] παρέχειν, βαρβαρικαὶ γειτνιάσεις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> близость, сходство (κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[γειτονία]] [from [[γειτνιάω]]<br />[[neighbourhood]]: the neighbours, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = γειτονία, neighbourhood, proximity, Arist.PA672b28, etc. 2 a neighbourhood, district, OGI483.28, 32 (Pergam., ii B. C.), Ph.2.475 (pl.), Plu. Cor.24; βαρβαρικαὶ γ. Id.Per.19. II proximity, resemblance, κατὰ τὴν γ. καὶ ὁμοιότητα Arist.EE1232a21, cf. Pol.1257a2, J.AJ12.2.9.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, die Nachbarschaft, Arist. Pol. 1, 9; Pol. 18, 19, 4; die Nachbarn, Plut. Cor. 24; auch im plur., Pericl. 19.
Greek (Liddell-Scott)
γειτνίᾱσις: ἡ, = γειτονία, τὸ εἶναι πλησίον, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 10, 5, κτλ. 2) οἱ γείτονες, ἡ «γειτονιά», Πλούτ. Περικλ. 19, Κοριολ. 24. ΙΙ. πλησιότης, ὁμοιότης, κατὰ τὴν γ. καὶ ὁμοιότητα Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 5, 1, πρβλ. 3. 6, 2, πρβλ. Πολ. 1. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
le voisinage, les voisins.
Étymologie: γειτνιάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1vecindad, proximidad ὅταν διὰ τὴν γειτνίασιν ἑλκύσωσιν ὑγρότητα θερμήν Arist.PA 672b28, cf. Charito 4.1.5, 6.2, τὸ Ἰουδαίων γένος ... τῇ Συρίᾳ κατὰ τὴν γειτνίασιν ἀναμεμιγμένον I.BI 7.43, cf. Plot.3.6.14
•c. gen. τοῦ ποταμοῦ Thphr.CP 6.18.7, ἡ γ. τῶν βασιλέων I.BI 7.223, cf. 172, AI 3.75, ὥσπερ εἴ τις σοφῷ γειτονῶν ἀπολαύοι τῆς τοῦ σοφοῦ γειτνιάσεως Plot.1.2.5, ὥστε καὶ τὰς κινήσεις εὐθύς τε λύεσθαι τῇ γειτνιάσει τοῦ λογιζομένου Porph.Sent.32.
2 barrio, distrito ἐὰν μή τινες κατὰ τὰς γειτνιάσεις ἕνεκεν τῆς πρὸς ἀλλήλους διόδου ἀτραποῖς χρῶνται SEG 13.521.28 (Pérgamo II a.C.), cf. Plu.Cor.24, ἡ χώρα, βαρβαρικαῖς ἀναμεμειγμένη γειτνιάσεσι Plu.Per.19.
3 límite, linde de tierras PNess.32.9 (VI d.C.), cf. 99.5 (VI/VII d.C.).
4 asociación cultual radicada en las cercanías del templo del dios al que estaba dedicada ἡ ἱερὰ Λητοῦς γ. TAM 3.765.11 (Termeso, imper.), Διὸ[ς] Σωτ[ῆ] ρος ἡ γ. IPrusias 63, 64.
II fig. semejanza κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arist.EE 1232a21, cf. Pol.1257a2, τῇ παραλλήλῳ τῆς ἰδέας γειτνιάσει I.AI 12.72.
Greek Monotonic
γειτνίᾱσις: ἡ, = γειτονία, γειτονιά· γείτονες, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γειτνίᾱσις: εως ἡ
1) соседство, близость (τοῦ ἡλίου Arst.);
2) тж. pl. соседи (τὴν γειτνίασιν ἄπιστον παρέχειν, βαρβαρικαὶ γειτνιάσεις Plut.);
3) близость, сходство (κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότητα Arst.).
Middle Liddell
= γειτονία [from γειτνιάω
neighbourhood: the neighbours, Plut.