γαύρωμα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γαύρωμα:''' ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие. | |elrutext='''γαύρωμα:''' ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[γαυρόομαι]]<br />a [[subject]] for [[boasting]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.
German (Pape)
[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.
Greek (Liddell-Scott)
γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.
Greek Monolingual
το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].
Greek Monotonic
γαύρωμα: τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γαύρωμα: ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие.