διάρριμμα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(1b)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάρριμμα:''' ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ [[πρόσθεν]] καὶ [[ὄπισθεν]] καὶ εἰς τὸ [[πλάγιον]] διαρρίμματα Xen.).
|elrutext='''διάρριμμα:''' ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ [[πρόσθεν]] καὶ [[ὄπισθεν]] καὶ εἰς τὸ [[πλάγιον]] διαρρίμματα Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάρριμμα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαρρίπτω]]<br />a casting [[about]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρριμμα Medium diacritics: διάρριμμα Low diacritics: διάρριμμα Capitals: ΔΙΑΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: diárrimma Transliteration B: diarrimma Transliteration C: diarrimma Beta Code: dia/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allées et venues d’un chien qui se jette de côté et d’autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.

Greek Monotonic

διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).

Middle Liddell

διάρριμμα, ατος, τό, n [from διαρρίπτω
a casting about, Xen.