διαπτύω: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια-πτύω spugen op; overdr. minachten:. σὺ δ ’ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους jij, die verwaande vent die de anderen minacht Dem. 18.258. | |elnltext=δια-πτύω spugen op; overdr. minachten:. σὺ δ ’ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους jij, die verwaande vent die de anderen minacht Dem. 18.258. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[spit]] [[upon]], τινά Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A spit upon, τινός Ael.NA4.22: abs., Gal.13.46: metaph., c. acc., ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Lib.Or. 57.53,al.; of food, Plu.2.101c; δ. τὸν χαλινόν, Lat.frenum respuere, Philostr.Im.2.5:—Pass., D.Chr.38.38.
German (Pape)
[Seite 599] (s. πτύω), bespeien, Ael. H. A. 4, 22; gew. übertr., verabscheuen, verachten, τινά, Dem. 18, 258; Luc. merc. cond. 8; verschmähen, τὸν χαλινόν, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπτύω: μέλλ. –ύσω, πτύω ἐπάνω εἴς τινα, καταπτύω, τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 4. 22· μεταφ. μετ’ αἰτ., καταφρονῶ, ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους Δημ. 313. 8, πρβλ. Πλούτ. 2.101C, κτλ· δ. τὸν χαλινόν, ἀποπτύω, δὲν δέχομαι, Λατ. frenum respuere, Φιλόστρ. 816.
French (Bailly abrégé)
cracher sur, gén. ; fig. conspuer, acc..
Étymologie: διά, πτύω.
Spanish (DGE)
1 escupir c. ac. οὐδὲ διαπτύων θανατηφόρον ἰὸν ὀδόντων Nonn.D.40.480
•de un caballo espumajear τὸν χαλινόν Philostr.Im.2.5
•c. gen. escupir a αὐτῆς Ael.NA 4.22
•abs. esputar Gal.13.46
•echar, arrojar de la boca, e.d. rechazar τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, δ. ᾠὰ καὶ ἀμύλια καὶ σητάνειον ἄρτον Plu.2.466d.
2 fig. escupir a, despreciar c. ac. ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Dam.Fr.258, διαπτύων τοὺς λόγους I.AI 1.166, Hld.10.12.1, διαπτύειν ὃν ἡμεῖς ... περιφέρομεν Them.Or.21.254a, τερπνὸν ἅπαν δ. Gr.Naz.M.36.417A, cf. Lib.Or.57.53
•en v. pas. ser objeto de desprecio τὰ γὰρ τοιαῦτα ... διαπτύεται D.Chr.38.38
•burlarse c. ac. οἰόμενοι ὅτι διαπτύοι αὐτόν Philostr.VS 626, abs. κατεφρόνησεν εὐθὺς καὶ διέπτυσεν Luc.Merc.Cond.30.
Greek Monolingual
διαπτύω (Α) πτύω
1. φτύνω κάποιον περιφρονητικά, καταπτύω
2. (μτφ. με αιτιατ.) αποστρέφομαι, καταφρονώ
3. (για άλογο) (φρ. «διαπτύω τὸν χαλινόν» — δεν δέχομαι το χαλινάρι.
Greek Monotonic
διαπτύω: μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω, περιφρονώ, τινά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαπτύω: досл. оплевывать, перен. презирать, с отвращением отвергать (τινά Dem. и τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πτύω spugen op; overdr. minachten:. σὺ δ ’ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους jij, die verwaande vent die de anderen minacht Dem. 18.258.