διάημι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(1b) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάημι:''' дуть насквозь, продувать (τι Hom.; τινος и διά τινος Hes.). | |elrutext='''διάημι:''' дуть насквозь, продувать (τι Hom.; τινος и διά τινος Hes.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=imperf. διάην<br />to [[blow]] [[through]] trees, etc., c. acc., Od., Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb,
A blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους] . . οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα . . οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.
German (Pape)
[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.
Greek (Liddell-Scott)
διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] αὐτόθι 514.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.
English (Autenrieth)
ipf. διάει (διάη): blow through, Od. 5.478 and Od. 19.440.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb., chipr. ζάημι Inc.Lesb.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. διΐημι
• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.Op.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.Op.514, διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν Hes.Op.519
•en v. pas. ser traspasado por el viento ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.Fr.74.41.
Greek Monolingual
διάημι (Α) άημι
διαπνέω, φυσώ μέσα από κάτι.
Greek Monotonic
διάημι: παρατ. διάην, φυσώ, πνέω μέσω των δέντρων κ.λπ., με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-άημι door... heen waaien, met acc.:; τοὺς μὲν ἄρ ’ οὔτ ’ ἀνέμων διάη μένος daar blies niet eens de krachtige wind doorheen Od. 5.478; met gen.: τῶν ψυχρὸς ἐὼν διάησι koud als hij is blaast de wind dwars door hen (beesten) heen Hes. Op. 514.
Russian (Dvoretsky)
διάημι: дуть насквозь, продувать (τι Hom.; τινος и διά τινος Hes.).
Middle Liddell
imperf. διάην
to blow through trees, etc., c. acc., Od., Hes.