δικελλίτης: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δικελλίτης:''' ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc. | |elrutext='''δικελλίτης:''' ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δῐκελλ¯ίτης, ου, <i>n</i> [from [[δίκελλα]]<br />a [[digger]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
[λῑ], ου, ὁ,
A a digger, Luc.Tim.8.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.
Greek Monolingual
δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].
Greek Monotonic
δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.