δυσκατάπαυστος: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσκατάπαυστος:''' который трудно унять или успокоить ([[ἄλγος]] Aesch.; [[ψυχή]] Eur.; [[στάσις]] Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный. | |elrutext='''δυσκατάπαυστος:''' который трудно унять или успокоить ([[ἄλγος]] Aesch.; [[ψυχή]] Eur.; [[στάσις]] Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κατάπαυστος, ον [[καταπαύω]]<br />[[hard]] to [[check]], [[restless]], Aesch., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ -ότερον Thphr. Vent.35.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυστος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
•difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
•neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.
Greek Monolingual
δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχος («δυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.
Greek Monotonic
δυσκατάπαυστος: -ον (καταπαύω), δύσκολος στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, απτόητος, ακούραστος, αέναος, συνεχής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάπαυστος: который трудно унять или успокоить (ἄλγος Aesch.; ψυχή Eur.; στάσις Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный.
Middle Liddell
δυσ-κατάπαυστος, ον καταπαύω
hard to check, restless, Aesch., Eur.