ἐγκαταπήγνυμι: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγκαταπήγνῡμι:''' (aor. ἐγκατέπηξα)<br /><b class="num">1)</b> всовывать, вкладывать ([[ξίφος]] κουλεῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вонзать (в тело) (τὸ [[ξίφος]] Plut.). | |elrutext='''ἐγκαταπήγνῡμι:''' (aor. ἐγκατέπηξα)<br /><b class="num">1)</b> всовывать, вкладывать ([[ξίφος]] κουλεῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вонзать (в тело) (τὸ [[ξίφος]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -πήξω<br />to [[thrust]] [[firmly]] in or [[into]], c. dat., Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:23, 9 January 2019
English (LSJ)
A thrust firmly in, ξίφος . . κουλεῷ ἐγκατέπηξ' Od.11.98; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν planted or fixed them in, Il.9.350; τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐ. having fixed it on, Hdn.1.13.4. 2 sheathe, ξίφος Plu.2.313e.
German (Pape)
[Seite 706] (s. πήγνυμι), fest hineinstoßen; ξίφος κουλεῷ Od. 11, 98; Sp.; κεφαλὴν δόρατι, den Kopf auf den Speer stecken, Hdn. 1, 13; abs., ἐγκαταπήγνυσι τὸ ξίφος, läßt das Schwert in der Wunde stecken, Plut. parall. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐντίθημι, ξίφος... κουλεῷ ἐγκατέπηξ’ Ὀδ. Λ. 98· ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν, ἐνέπηξεν, ἐστερέωσεν αὐτούς, Ἰλ. Ι. 350· τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐγκαταπήξας, ἐμπήξας αὐτὴν ἐπὶ δόρατος, Ἡρωδιαν. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐγκατέπηξα;
ficher dans, enfoncer dans : ξίφος κουλεῷ ἐγκ. OD ou abs. ἐγκ. τὸ ξίφος PLUT remettre un glaive au fourreau.
Étymologie: ἐν, καταπήγνυμι.
Spanish (DGE)
1 introducir, meter ξίφος ... κουλεῷ Od.11.98
•clavar ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il.9.350, τὸ ξίφος Dosith.Hist.6, τὴν κεφαλὴν δόρατι la cabeza en una lanza Hdn.1.13.4.
2 implantar fig. ἵνα ... τὴν ἀσέβειαν ἐγκαταπήξωσι Ath.Al.Apol.Sec.17.3, c. dat. loc. ἐγκαταπέπηκται ... τῷ ἐν ἡμῖν λογικῷ καὶ ἡ ... ὀρθὴ ... κρίσις está implantada en nuestra razón la recta capacidad de juzgar Cyr.Al.M.68.740A.
Greek Monolingual
ἐγκαταπήγνυμι (AM)
1. μπήγω, χώνω γερά σε κάτι
2. βάζω το ξίφος στη θήκη του.
Greek Monotonic
ἐγκαταπήγνυμι: μέλ. -πήξω, σπρώχνω σταθερά, αποφασιστικά, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπήγνῡμι: (aor. ἐγκατέπηξα)
1) всовывать, вкладывать (ξίφος κουλεῷ Hom.);
2) вонзать (в тело) (τὸ ξίφος Plut.).