δυσκολία: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσκολία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.). | |elrutext='''δυσκολία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσκολία]], ἡ, [[δύσκολος]]<br /><b class="num">I.</b> [[discontent]], [[peevishness]], Ar., Plat.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[difficulty]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A discontent, peevishness, Ar.V.106, Pl.R.411c. II of things, difficulty, δ. ἔχειν D.5.1, Arist.Pol.1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib.1263a11; δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐθάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυσκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκολία: ἡ, δυσαρέσκεια, δυστροπία, «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, δυσχέρεια, δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, αὐτόθι 2. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
humeur difficile ou morose.
Étymologie: δύσκολος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ref. a pers. mal humor, mal carácter ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga e.e., la condena en el tribunal, Ar.V.106, cf. 883, ἀθυμία καὶ δ. καὶ μανία X.Mem.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.Ti.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.R.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.Lg.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.Tim.44
•descontento δ. τῶν πολλῶν descontento popular Pl.Lg.757e, cf. LXX Ib.34.30
•mala actitud ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.Top.160b11.
2 ref. a cosas o abstr. dificultad τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.Pol.1281a11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.Bel.56.44, cf. I.AI 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29
•en sent. fís. molestia καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, ἔκλυσις καὶ δυσκολία Gal. en Orib.7.23.12.
Greek Monolingual
και δυσκολιά, η (AM δυσκολία)
1. δυστροπία, παραξενιά
2. δυσχέρεια («δυσκολίες της ζωής»)
3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά 'βρη δυσκολία», Σολωμ.)
νεοελλ.
βάσανο, στενοχώρια («τσ' δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.).
Greek Monotonic
δυσκολία: ἡ (δύσκολος),
I. δυσαρέσκεια, δυστροπία, παραξενιά, οξυθυμία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολία (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκολία: ἡ
1) недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;
2) придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;
3) затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.).
Middle Liddell
δυσκολία, ἡ, δύσκολος
I. discontent, peevishness, Ar., Plat.
II. of things, difficulty, Dem.