ἐκκαρπίζομαι: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκκαρπίζομαι:''' досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.). | |elrutext='''ἐκκαρπίζομαι:''' досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[yield]] as [[produce]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Med.,
A yield as produce, A.Th.601. II reap, enjoy, τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30 (ii B.C.). III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.
German (Pape)
[Seite 762] entfruchten, ἔδαφος, aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, ἄρουρα ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαρπίζομαι: μέσ., παράγω καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. νόθος στίχος, ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι ἄγονος, τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
porter des fruits, produire.
Étymologie: ἐκ, καρπίζομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act. Sch.Luc.Musc.Enc.8]
recolectar, cosechar ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται metáf. un campo (sembrado) de culpa recolecta la muerte A.Th.601, τὰ ἐκ τῆς [γῆς γεν] ήματα PTeb.105.30, cf. BGU 2390.26 (ambos II a.C.)
•en v. act. καρπούς Sch.Luc.l.c.
Greek Monolingual
ἐκκαρπίζομαι (Α)
1. παράγω καρπό
2. καρπώνομαι, απολαμβάνω
3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη.
Greek Monotonic
ἐκκαρπίζομαι: Μέσ., αποδίδω ως παραγωγή, ως σοδειά, παράγω καρπό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκαρπίζομαι: досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.).