ἐκκρεμής: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκκρεμής:''' досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).
|elrutext='''ἐκκρεμής:''' досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐκκρεμής]], ές [from ἐκκρεμάννῡμι]<br />[[hanging]] from or [[upon]], τινος Anth.
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρεμής Medium diacritics: ἐκκρεμής Low diacritics: εκκρεμής Capitals: ΕΚΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: ekkremḗs Transliteration B: ekkremēs Transliteration C: ekkremis Beta Code: e)kkremh/s

English (LSJ)

ές,

   A suspended, πήρα Hdn.1.9.3 ; τὸ -ές the lobe of the ear, Ruf.Onom.43 : c. gen., hanging from or upon, χείλεος AP5.246 (Maced.) ; ἐπί τινι ib.240.8 (Paul. Sil.) ; ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17 ; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν Aret.CA1.5, cf. Porph.Gaur.3.3.    II Adv. -μῶς, Gramm., in dependent construction, opp. ἀπολύτως, Eust.1752.47.

German (Pape)

[Seite 764] ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρεμής: -ές, ὁ κρεμάμενος ἔκ τινος, τινὸς Ἀνθ. Π. 5. 247· ἐπί τινι αὐτόθι 241.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suspendu.
Étymologie: ἐκκρέμαμαι.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [ac. no contr. ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.); plu. nom. ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)]
I 1colgante, que cuelgade un punto de apoyo ἐκκρεμὲς δὲ κάτωθεν ὄν (βάρος) Poliorc.269.10, ἐ. ἐφέρετο era llevado (por el toro) suspendido en el aire Hld.10.30.2, πήρα Hdn.1.9.3, μαστοί Adam.2.15, c. compl. prep. τὸ ἀπὸ τῆς ὑπερώης ἐκκρεμὲς σῶμα ref. la úvula, Aret.SA 1.8.1, καρποὶ διὰ τῶν καλουμένων μίσχων ὅθεν ὄντες ἐκκρεμεῖς Porph.Gaur.3.3, ξίφος ἐκκρεμὲς ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17.7, ac. neutr. adv. δορὴ μετόπισθε ... ἐκκρεμὲς ᾐώρετο el pellejo flotaba colgado de su espalda Colluth.108
subst. τὸ ἐ. lo que cuelga ref. el lóbulo de la oreja, Ruf.Onom.43
inclinado, que cae ἐπὶ γαστέρα ἐκκρεμὲς προβάλλοντα τὸ παιδίον para provocar el vómito, Aret.CA 1.5.3, χόνῳ ἐκκρεμὲς ἦλθε κατ' ὀφθαλμῶν ... ἐπισκύνιον sus párpados caían ya sobre sus ojos por causa de la edad, AP 6.64 (Paul.Sil.).
2 fig. pendiente de, prendido de c. gen. με ... χείλεος ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.), c. ἐπί y dat. (λάλημα) ᾧ ἔπι πᾶσαι εἰσὶν ... ἐλπίδες ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)
gram. que depende, dependiente λόγος Eust.1133.29, σύνταξις Eust.66.27.
II adv. -ῶς gram. en construcción dependiente op. ἀπολύτως Eust.1752.47.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐκκρεμής, -ές)
1. μετέωρος
2. αβέβαιοςεκκρεμής λογαριασμός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές
α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση του βάρους του
β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με εκκρεμές
αρχ.
1. αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από κάπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκκρεμές
ο λοβός του αφτιού.

Greek Monotonic

ἐκκρεμής: -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, κρεμαστός, εξαρτώμενος, τινος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρεμής: досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).

Middle Liddell

ἐκκρεμής, ές [from ἐκκρεμάννῡμι]
hanging from or upon, τινος Anth.