ἐπίσειστος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίσειστος:''' потрясаемый, колеблемый, развевающийся ([[κόμη]] Luc.).
|elrutext='''ἐπίσειστος:''' потрясаемый, колеблемый, развевающийся ([[κόμη]] Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίσειστος]], ον<br />[[waving]] [[over]] the [[forehead]], Luc. [from [[ἐπισείω]]
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειστος Medium diacritics: ἐπίσειστος Low diacritics: επίσειστος Capitals: ΕΠΙΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíseistos Transliteration B: episeistos Transliteration C: episeistos Beta Code: e)pi/seistos

English (LSJ)

ον,

   A shaking or waving over the forehead, κόμη Luc. Gall.26.    2. ἐπίσειστος, ὁ, a comic mask with hair hanging on the forehead, Poll.4.146sq.

German (Pape)

[Seite 976] herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειστος: -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) ἐπίσειστος, ὁ, κωμικὸν προσωπεῖον ἔχον κόμην κρεμαμένην ὑπὲρ τὸ μέτωπον, Πολυδ. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίσειστος· εἶδος κουρᾶς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
secoué sur : κόμη LUC chevelure flottant sur le front.
Étymologie: ἐπισείω.

Greek Monolingual

ἐπίσειστος, -ον (Α) επισείω
1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς»
3. το αρσ. ως ουσ. ἐπίσειστος
(στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο.

Greek Monotonic

ἐπίσειστος: -ον, αυτός που κυματίζει πάνω από το μέτωπο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσειστος: потрясаемый, колеблемый, развевающийся (κόμη Luc.).

Middle Liddell

ἐπίσειστος, ον
waving over the forehead, Luc. [from ἐπισείω